Το δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές, άρθρο 70 του ν.3994/2011

Το παρακάτω άρθρο του Ηλία Ι. Κλάππα, Δικηγόρου Πειραιά, Μέλους Δ.Σ. του Δ.Σ.Πειραιά αποτελεί μια ενδιαφέρουσα άποψη σχετικά με τα ζητήματα συνταγματικόπτητας και διαχρονικού δικαίου που ανακύπτουν κατά την εφαρμοφή του άρθρου 70 του ν.3994/2011. Το άρθρο αυτό βασίστηκε σε εισήγηση που παρουσιάστηκε στις 2-10-2011 στην 3η Επιστημονική Διημερίδα της Ένωσης Νομικών Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης και Αστικής Ευθύνης Τροχαίων Ατυχημάτων (ΕΝΔΙΑΑΕΤΑ), η οποία διοργανώθηκε το διήμερο 1/2/-10-2011 στο Ναύπλιο σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Ναυπλίου, με θέμα «Τροχαία Ατυχήματα και Ιδιωτική Ασφάλιση: Αστικά, Ποινικά και Δικονομικά ζητήματα μετά τις τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις».

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ – Ζητήματα Συνταγματικότητας και Διαχρονικού Δικαίου διάταξης άρθρ.70 ν.3994/2011 – Δημοσιευμένο στην ΕΣΔ, Αύγουστος 2011

Α Το ισχύον πλέον νομικό καθεστώς για το δικαστικό ένσημο μετά το ν.3994/2011
Β Αντισυνταγματικότητα και παραβίαση της ΕΣΔΑ από τη διάταξη του άρθρου 70 με την οποία επιβάλλεται δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές
Γ Ζητήματα αντισυνταγματικότητας και παράβασης της ΕΣΔΑ από την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου χωρίς ανώτατο όριο
Δ Διαχρονικό δίκαιο
Ε Ανάγκη επαναφοράς προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος

(Οι αριθμοί εντός παρενθέσεως στο σώμα του κειμένου παραπέμπουν σε σημειώσεις που παρατίθενται μετά το τέλος όλου του κειμένου.)

Α Το ισχύον πλέον νομικό καθεστώς για το δικαστικό ένσημο μετά το ν.3994/2011

1 Η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου θεσμοθετήθηκε με το νόμο ΓπΟΗ/1912. Με την αυθεντική ερμηνεία της παραγράφου 2 του ανωτέρω νόμου που έγινε με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.3 ν.δ. 1544/1942, οι αναγνωριστικές αγωγές εξαιρέθηκαν της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου, όπως και οι αγωγές περί εξάλειψης υποθήκης και προσημείωσης και οι περί ακύρωσης του πλειστηριασμού. (1)
Συνεπώς, μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν. 3994/2011, η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου προβλεπόταν μόνο για τις καταψηφιστικές αγωγές με περιουσιακό αντικείμενο ή χρηματικά αποτιμητές, δηλαδή για τις αγωγές που επιδιώκουν να εφοδιάσουν τον ενάγοντα με εκτελεστό τίτλο, εφόσον το αντικείμενό τους υπερβαίνει το ποσό των 15.000 δρχ. πλην των εργατικών διαφορών για τις οποίες ισχύει το ποσό του ορίου της εκάστοτε καθύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ) (2).

Πλέον, με τη διάταξη του άρθρου 70 του νέου νόμου τροποποιείται το άρθρο 7 παρ.3 ν.δ. 1544/1942, αφαιρούνται οι αναγνωριστικές αγωγές από την διάταξη με την οποία εξαιρούνταν από την καταβολή του δικαστικού ενσήμου και, κάνοντας ένα πραγματικό άλμα στο παρελθόν, επανερχόμαστε στο νομικό καθεστώς του 1912 και με τον τρόπο αυτό επεκτείνεται η υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου και επί απλώς αναγνωριστικών αγωγών που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές, εφόσον το αντικείμενό τους υπερβαίνει τα ποσά τα οποία ανωτέρω αναφέρθηκαν. (3)

Το δικαστικό ένσημο είναι αναλογικό τέλος και από το έτος 1954 ανέρχεται σε 4%ο (4) επί του αντικειμένου της αγωγής(5), για τον προσδιορισμό του οποίου λαμβάνεται υπόψη, αντίθετα με ό,τι εσφαλμένως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, μόνο το ποσό του κεφαλαίου και όχι οι αναλογούντες τόκοι, κατ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 9 εδ.β ΚΠολΔ (6).

2 H καταβολή του δικαστικού ενσήμου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και η παράλειψη καταβολής του έχει στην πολιτική δίκη ιδιαιτέρως δυσμενείς συνέπειες, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 175 ΚΠολΔ συνεπάγεται πλασματική ερημοδικία του ενάγοντα με αποτέλεσμα να απορρίπτεται η αγωγή ως αβάσιμη αφού η ερήμην απόφαση θεωρείται ότι εκδίδεται επί της ουσίας (7).

Οι ανωτέρω συνέπειες έχουν εφαρμογή και στις ειδικές διαδικασίες εκδίκασης των εργατικών, αυτοκινητικών και των μισθωτικών διαφορών καθώς και των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων κατ ευθεία εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. ΓπΟΗ/1912 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ.1 ν.δ. 1544/42, οι δε διατάξεις των άρθρων 672 και 649 παρ. 2 ΚΠολΔ που εφαρμόζονται σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντα στις διαδικασίες αυτές έχει κριθεί ότι δεν αφορούν στην μη προκαταβολή των τελών της δίκης στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το δικαστικό ένσημο, αλλά στους άλλους λόγους μη εμφάνισης ή μη νόμιμης παράστασης κάποιου από τους διαδίκους.(8)

3 Κατά της απορριπτικής, ως άνω αποφάσεως, συγχωρείται το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας, προς τον σκοπό της καταβολής του δικαστικού ενσήμου, ακόμη και υπό το καθεστώς της νέας ρυθμίσεως του άρθρου 501 ΚΠολΔ, που κατήργησε την αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας(9), ως επίσης επιτρέπεται άσκηση της έφεσης για την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, μέχρι τη συζήτηση αυτής, γεγονός που συνεπάγεται την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης.(10)

Ανεξαρτήτως, όμως, της δυνατότητας αντιμετώπισης των συνεπειών της πλασματικής ερημοδικίας λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου, με ανακοπή ερημοδικίας και με έφεση, ορθότερη δικαιοπολιτικά, συμβάλλουσα μάλιστα και στην οικονομία της δίκης, φαίνεται η ρύθμιση που ισχύει στην διοικητική δίκη, σύμφωνα την οποία η μη καταβολή του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου δεν συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, αλλά αναστολή της προόδου της δίκης με απόφαση του Δικαστηρίου, ώστε να καταβληθεί το ελλείπον τέλος δικαστικού ενσήμου και μόνο αν ως τη νέα αυτή συζήτηση δεν καταβληθεί, τότε και μόνο απορρίπτεται η αγωγή και, μάλιστα, ως απαράδεκτη και όχι ως αβάσιμη (άρθρο 274 παρ.3 ΚΔιοικΔ, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ.6 ν.3226/2004).

Στην πολιτική δίκη θα μπορούσε, χωρίς ζημία των δικονομικών διατάξεων, να επιτευχθεί παρόμοιο δικονομικό αποτέλεσμα και να μην απορριφθεί η αγωγή σε περίπτωση μη-καταβολής του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου είτε με επίκληση και εφαρμογή του άρθρου 254 παρ.1 ΚΠολΔ για επανάληψη της δίκης προκειμένου να συμπληρωθεί το ελλείπον δικαστικό ένσημο(11), είτε με τη διαδικασία του άρθρου 227 παρ.1 ΚΠολΔ περί αναπλήρωσης τυπικών παραλείψεων, κατά την οποία ο ενάγων καλείται εντός της τασσόμενης προθεσμίας να καταβάλει το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (12).

Β Αντισυνταγματικότητα και παραβίαση της ΕΣΔΑ από τη διάταξη του άρθρου 70 με την οποία επιβάλλεται δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές

1 Το δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος) (13), το οποίο κατοχυρώνεται και από την κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ άρθρα 6 και 13) και αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου.

Ο ουσιαστικός νόμος καθορίζει τις ειδικότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη θεσπίζοντας δικονομικές προϋποθέσεις, δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, πλην όμως, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει απεριόριστη εξουσία προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών. Οι ρυθμίσεις του ουσιαστικού νόμου πρέπει να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτουν αδικαιολόγητους δικονομικούς φραγμούς στην παροχή εννόμου προστασίας από τα Δικαστήρια, οι οποίοι ισοδυναμούν με κατάργηση, άμεση ή έμμεση, του σχετικού δικαιώματος, άλλως οι ρυθμίσεις αυτές είναι προδήλως αντισυνταγματικές(14) και αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ(15).

2 Η επιβολή φορολογικού βάρους με τη μορφή του τέλους δικαστικού ενσήμου μόνο στις καταψηφιστικές αγωγές δεν συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος αυτού καθώς συναρτάτο με την εκτελεστότητα της απόφασης και όχι με την προσφυγή στη δικαιοσύνη, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη προστατευόταν επαρκώς με δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής.
Η διαφορετική αντιμετώπιση της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή στο θέμα του δικαστικού ενσήμου, είχε επαρκή δικαιοπολιτική εξήγηση, καθώς οι αποφάσεις επί καταψηφιστικών αγωγών είναι το δίχως άλλο εκτελεστές, ενώ οι αποφάσεις επί των αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι εκτελεστές, το δε Δημόσιο δεν στερείται του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου που καταβάλλεται όταν η αναγνωριστική απόφαση γίνει, με τους όρους που στο νόμο προβλέπονται, εκτελεστή(16).

Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου, όμως, και στις αναγνωριστικές αγωγές σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη δικαιοσύνη(17), περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις(18) στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας(19).

Στα πλαίσια αυτά, ο Άρειος Πάγος με την πρόσφατη υπ αριθμ. 675/2010 απόφασή του, έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής».
Είναι προφανές ότι η νομική παραδοχή του Αρείου Πάγου περί της συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την απωλεσθείσα σήμερα δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα δικαστήρια με αναγνωριστική αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστατεύει ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας(20).

3 Με την αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου νόμου για το άρθρο 70 φέρεται ως σκοπός της νέας διάταξης η αύξηση των δημοσίων εσόδων, πρόβλεψη που αποτυπώνεται και στην σχετική Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους επί του σχεδίου νόμου (21).

Πλην όμως, σύμφωνα και με τον έντονο νομικό προβληματισμό που διατύπωσε η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής με την έκθεσή της επί του νομοσχεδίου(22) και κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ(23), η επίκληση αμιγώς ταμειακών αναγκών του δημοσίου χωρίς σύνδεση με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή για τη θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας.

Αντίστοιχη είναι και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κατά την οποία \\\\\\\\\\\\\\\”μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη (24).

4 Η υποχρεωτική επιβολή δικαστικού ενσήμου σε όλες τις αγωγές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές δεν συνδέεται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί επαρκώς από τις ταμειακές ανάγκες του δημοσίου από την «κινητοποίηση ενός πολυδάπανου δημόσιου μηχανισμού», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση.

Πρώτον, γιατί η δικαιοσύνη δεν αποτελεί «μηχανισμό», όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, αλλά αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από τον δημόσιο προϋπολογισμό και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας(25).

Δεύτερον, γιατί θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή το σχετικό τέλος να επεκταθεί σε όλες τις αγωγές και όχι μόνο στις χρηματικά αποτιμητές, καθώς οι λοιπές αγωγές κινητοποιούν τον ίδιο πολυδάπανο «μηχανισμό» κατά την έκφραση της αιτιολογικής έκθεσης.

Φαίνεται, αντίθετα, ότι η ρύθμιση αποκτά αποτρεπτικό, καταρχήν, και, στη συνέχεια, κυρωτικό χαρακτήρα, ειδικά για τις χρηματικά αποτιμητές αγωγές, καθώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές επιδιώκεται «να αποτραπεί η συζήτηση προπετών και αβασίμων αγωγών».

Ο πολίτης, για λόγους καθαρά εισπρακτικούς, στερείται του δικαιώματος να προσφύγει στη δικαιοσύνη χωρίς να καταβάλει δικαστικό ένσημο για να εμποδίσει την παραγραφή του δικαιώματός του, να άρει υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασής του, να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση όταν υπάρχει αμφιβολία για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη και για τη δυνατότητα εκτέλεσης της απόφασης κοκ, χωρίς βεβαίως όλα αυτά να μπορούν να θεωρηθούν προπετείς και αβάσιμες αγωγές.

Άλλωστε, κατά το Σύνταγμα, μόνο τα αρμόδια δικαστήρια και ουδείς άλλος, και βεβαίως όχι προκαταβολικά, μπορεί να κρίνει αν οι αγωγές είναι πράγματι προπετείς και αβάσιμες, προβλέπονται δε στον ΚΠολΔ επαρκείς ποινές (άρθρο 205)(26) και κυρώσεις (άρθρα 178-179, περί δικαστικής δαπάνης) για τις περιπτώσεις τέτοιων αγωγών, ώστε να μην χρειάζονται άλλες και σε καμία περίπτωση το δικαστικό ένσημο δεν μπορεί να αποτελέσει τέτοιου είδους κύρωση(27).

Συνεπαγωγικά, η κατάργηση της δυνατότητας προσφυγής στη δικαιοσύνη χωρίς να υποχρεωθεί ο προσφεύγων να καταβάλει το δικαστικό ένσημο αποτελεί συνταγματικά ανεπίτρεπτο περιορισμό που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του προστατευόμενου και από την ΕΣΔΑ δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος(28).

Γ Ζητήματα αντισυνταγματικότητας και παράβασης της ΕΣΔΑ από την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου χωρίς ανώτατο όριο

Ανεξαρτήτως των ζητημάτων συνταγματικότητας της διάταξης για την επιβολή δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές, η νέα ρύθμιση και η συνεπαγόμενη αποσύνδεση του δικαστικού ενσήμου από την εκτελεστότητα της απόφασης γεννά ζήτημα αντισυνταγματικότητας πλέον του δικαστικού ενσήμου στο σύνολό του.

1 Όπως ήδη αναφέρθηκε, το δικαστικό ένσημο είναι αναλογικό τέλος και προσδιορίζεται σε ποσοστό του αντικειμένου της αγωγής χωρίς ανώτατο όριο (πλαφόν) ως προς το ύψος του.
Το δικαστικό ένσημο είναι τέλος ανταποδοτικού χαρακτήρα, σύμφωνα με το σκοπό του, και συνδέεται με την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας από το δημόσιο και δεν αποτελεί φόρο(29), καθώς φόρος είναι το δημοσιονομικό βάρος που επιβάλλεται για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος στο σύνολό του και όχι για μία επιμέρους παροχή ή υπηρεσία. Άλλωστε, δεν νοείται φόρος για νομιζόμενη αξίωση, όπως είναι αυτή που εισάγεται προς εκδίκαση με την αγωγή (αντικείμενο της δίκης), παρά μόνο για την επιδικαζόμενη με την απόφαση εκτελεστή αξίωση.
Ως τέλος ανταποδοτικού χαρακτήρα, η καταβολή του δικαστικού ενσήμου πρέπει να τελεί σε σχέση αντιστοιχίας με την παρεχόμενη δημόσια υπηρεσία, καθώς αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους της υπηρεσίας αυτής.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ)., το ύψος των ανταποδοτικών τελών πρέπει να είναι και ανάλογο με τη δαπάνη, στην οποία υποβάλλεται η Δημόσια Διοίκηση, άλλως, εάν το ύψος ενός τέλους είναι γενικώς άσχετο προς τα έξοδα, στα οποία υποβάλλεται η Διοίκηση, τότε δεν μπορεί να αποτελεί τέλος ανταποδοτικού χαρακτήρα (βλ. απόφαση Δ.Ε.Κ. της 2ας Δεκεμβρίου 1997, Fantask A/S κ.λπ. κατά Industriministeriet (Ehrvervministeriet), Συλλ. 1997 σελ. Ι-6783).
Με την ισχύουσα πλέον διάρθρωση του θεσμού του δικαστικού ενσήμου, το καταβαλλόμενο τέλος στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν αντιστοιχεί στα έξοδα στα οποία υποβάλλεται το Δημόσιο για την οργάνωση και την εν γένει διαδικασία της δίκης, καθώς το κόστος της διεξαγωγής της δίκης δεν συνδέεται με το αντικείμενο της δίκης, όπως αυτό προσδιορίζεται στο εισαγωγικό δικόγραφο, αλλά σχετίζεται με την καθύλην αρμοδιότητα, δεδομένου ότι ο ίδιος δικαιοδοτικός μηχανισμός (αριθμός δικαστών, αριθμός δικών, δικαστικών αιθουσών) κινητοποιείται όταν πρόκειται για υποθέσεις της ίδιας καθ ύλην αρμοδιότητας.

Αυτό γίνεται ακόμη πιο εμφανές σε υποθέσεις με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο όπου το ύψος του καταβλητέου του δικαστικού ενσήμου, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ανώτατο όριο (πλαφόν) είναι παντελώς αναντίστοιχο με το κόστος της δίκης. Για παράδειγμα το κόστος της δίκης μιας αυτοκινητικής διαφοράς με αντικείμενο 21.000 ευρώ είναι ακριβώς το ίδιο με το κόστος της δίκης με αντικείμενο 1.000.000 ευρώ, καθώς και οι δύο εμπίπτουν στην καθύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου και, κατ έφεση, του Μονομελούς Εφετείου και κινητοποιούν τον ίδιο δικαιοδοτικό μηχανισμό, πλην όμως, το δικαστικό τέλος που πρέπει να καταβληθεί στη δεύτερη περίπτωση είναι περίπου 50 φορές μεγαλύτερο απ ό,τι στην πρώτη περίπτωση με αποτέλεσμα να υπάρχει προφανώς ανόμοια αντιμετώπιση όμοιων δικονομικών καταστάσεων.

2 Επειδή ακριβώς στις περιπτώσεις των αναλογικών τελών, όπως αυτή του δικαστικού ενσήμου, έχει καθοριστική σημασία για την νομιμότητά του, η αντιστοιχία μεταξύ του ύψους του τέλους και της παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, η Ολομέλεια του ΣτΕ με τις υπ αριθ. 647/2004 και 3470/2007 αποφάσεις της, έκρινε ότι σε περιπτώσεις αναλογικού τέλους ή παραβόλου χωρίς να καθορίζεται ανώτατο όριο (οροφή), η σχετική υποχρέωση σε υποθέσεις κυρίως με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, καθίσταται δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνεπάγεται περιορισμό του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας.

Μάλιστα, όπως παγίως νομολογεί το Συμβούλιο της Επικρατείας, η δυνατότητα απαλλαγής του διαδίκου από τη σχετική υποχρέωση σε περίπτωση αδυναμίας λόγω ένδειας καταβολής του παραβόλου, δεν αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι εγγυήσεις για την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι με την επίμαχη ρύθμιση θίγονται τα δικαιώματα του μη ενδεούς διαδίκου, ο οποίος υφίσταται μία δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση, προκειμένου να εισάγει τις αξιώσεις του στο αρμόδιο Δικαστήριο. Η ως άνω ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σύμφωνη με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη συναρτάται με την οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη διαδίκου.

Για το λόγο αυτό, αναλογικό τέλος χωρίς ανώτατο όριο έχει κριθεί αντισυνταγματικό ως αντίθετο με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος και η διάταξη που το προβλέπει κρίθηκε ότι δεν είναι εφαρμοστέα όχι μόνο στις υποθέσεις με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, αλλά σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του ύψους του τέλους, το οποίο θα προέκυπτε από την εφαρμογή των διατάξεων στη συγκεκριμένη διαφορά(30).

3 Ανάλογη είναι και η νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο με πρόσφατη απόφασή του έκρινε ότι παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, όταν το ύψος του δικαστικού ενσήμου είναι υπερβολικό για το συνήθη διάδικο και δεν δικαιολογείται ούτε από τις περιστάσεις της υπόθεσης ούτε από την οικονομική κατάσταση των προσφευγόντων στη δικαιοσύνη(31). Μάλιστα, το ΕΔΔΑ προχώρησε περαιτέρω και έκρινε ότι η απόρριψη της αγωγής λόγω
μη-καταβολής του δικαστικού ενσήμου αποτελεί παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για τον σεβασμό της περιουσίας(32), δεδομένου ότι οι ενάγοντες είχαν νόμιμη προσδοκία για την ικανοποίηση της αξίωσής τους.

Κατά συνέπεια, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το οποίο υποχρεωτικά πλέον καταβάλλεται για την προσήκουσα παράσταση του ενάγοντα στην πολιτική δίκη, ανεξάρτητα αν το αίτημα είναι καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό, χωρίς πλέον δυνατότητα περιορισμού του ποσού για το οποίο καταβάλλεται δικαστικό ένσημο, όπως συνέβαινε με το καθεστώς προ του ν. 3994/11, είναι αντισυνταγματικό και αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθώς δεν υφίσταται ανώτατο όριο (πλαφόν) για το ύψος του ούτε συνδέεται με την καθύλην αρμοδιότητα και κατ επέκταση με το πραγματικό κόστος της δίκης και, κατά συνέπεια, η σχετική υποχρέωση είναι υπερβολική και δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνεπάγεται περιορισμό του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας.

Δ Διαχρονικό δίκαιο

1 Στο σχέδιο νόμου που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση και το οποίο υποβλήθηκε για νομοτεχνική επεξεργασία στη Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της Βουλής, δεν υπήρχε ειδική μεταβατική διάταξη, η οποία να αφορά στην τροποποίηση που προτεινόταν για το τέλος δικαστικού ενσήμου και την επέκτασή του στις αναγνωριστικές αγωγές.

Αντίστοιχα, η αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου σιωπούσε πλήρως αναφορικά με τα ζητήματα διαχρονικού δικαίου που γεννώνται με την τροποποίηση της διάταξης αυτής του άρθρου 7 παρ. 3 ν.δ. 1544/1942, σχετικά με την επιβολή του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές(33).
Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν στο σχέδιο νόμου πολλές άλλες μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες παρέμειναν και στο τελικό κείμενο του νόμου, η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής επεσήμανε την παράλειψη και, συγκεκριμένα, επεσήμανε ότι
«δεν προτείνεται μεταβατική διάταξη για τη διευκρίνιση της ενάρξεως ισχύος της εν λόγω ρυθμίσεως, ιδίως σε σχέση προς τις εκκρεμείς σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό δίκες. Θα έχρηζε, επίσης, διευκρινίσεως το ζήτημα της υποχρεώσεως καταβολής δικαστικού ενσήμου για καταψηφιστική αγωγή, στην περίπτωση που αυτό έχει ήδη καταβληθεί για προηγούμενη αναγνωριστική αγωγή».

Για το λόγο αυτό, στο τελικό κείμενο του νόμου προστέθηκε μεταβατική διάταξη που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 14 του άρθρου 72, σύμφωνα με την οποία
«η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». (34)

2 Χωρίς να διεκδικείται η αυθεντική ερμηνεία της διάταξης, η οποία είναι έργο του νομοθέτη και μόνο (35), μπορεί να ειπωθεί ότι από την τελολογική ερμηνεία της διάταξης στηριζόμενη στο χρόνο διατύπωσής της, μετά την παρέμβαση της Επιστημονικής Επιτροπής, και στο γεγονός ότι προστέθηκε επειδή κρίθηκε ότι δεν επαρκούσαν οι λοιπές μεταβατικές διατάξεις που υπήρχαν στο σχέδιο νόμου, συνάγεται ότι ο σκοπός του νομοθέτη ήταν η συμπερίληψη στο τελικό κείμενο ειδικής διάταξης που να ρυθμίζει αποκλειστικά και μόνο αυτή τα θέματα μεταβατικού δικαίου σχετικά με την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου.

Επίσης, από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης, προκύπτει ότι, προς αποφυγή οιωνδήποτε παρερμηνειών, στη διάταξη χρησιμοποιείται καταφατική διατύπωση και όχι αρνητική, αναφέρονται δηλαδή οι αγωγές που καταλαμβάνονται από τη διάταξη και όχι αυτές που δεν καταλαμβάνονται.
Η τυχόν αρνητική διατύπωση για τις αγωγές που δεν καταλαμβάνονται θα έπρεπε να είναι εξαντλητική, αλλιώς θα άφηνε περιθώρια αμφισβητήσεων για το αν καταλαμβάνονται και οι αναγνωριστικές και οι καταψηφιστικές αγωγές, για το αν καταλαμβάνονται οι καταψηφιστικές αγωγές που στη συνέχεια μετατρέπονται εν όλω ή εν μέρει σε αναγνωριστικές, για το αν καταλαμβάνονται οι εκκρεμείς αγωγές σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό και ούτω καθεξής.

Προβλήματα ερμηνείας αυτού του είδους δεν προκύπτουν γιατί ο νομοθέτης με την καταφατική διατύπωση που χρησιμοποιεί για τις αγωγές στις οποίες εφαρμόζεται η τροποποιημένη διάταξη, εξαιρεί στο σύνολό τους όλες τις αγωγές κάθε είδους που ασκήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, ανεξάρτητα σε ποια φάση της δικαστικής διαδικασίας βρίσκονται.

3 Συνεπώς, το μόνο κριτήριο εφαρμογής της διάταξης είναι ο χρόνος άσκησης της αγωγής και δεν έχει καμία απολύτως επίδραση η διαδικαστική πράξη μετατροπής του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος σε καθ ολοκληρίαν ή εν μέρει αναγνωριστικό, η οποία δικονομικά συνιστά περιορισμό του αιτήματος της αγωγής κατ άρθρον 223 ΚΠολΔ και μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατ άρθρον 295 παρ.1 εδ.β ΚΠολΔ, καθώς η διαδικαστική αυτή πράξη αφορά αγωγή που ρητά και χωρίς αμφιβολία δεν καταλαμβάνεται από τη μεταβατική διάταξη του νόμου.

Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ.2 του ν.3994/2011 που αφορά στο δίκαιο που διέπει τις διαδικαστικές πράξεις επί εκκρεμών στον πρώτο βαθμό υποθέσεων, δεν μπορεί να εφαρμοστεί για το δικαστικό ένσημο ακόμη και στις περιπτώσεις που ο ενάγων προβαίνει στη διαδικαστική πράξη του περιορισμού ολόκληρου ή μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό μετά τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου, εφόσον η διαδικαστική αυτή πράξη αφορά αγωγή ασκηθείσα προ της έναρξης ισχύος του νέου νόμου(36).

Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 ως ειδικότερη υπερισχύει κάθε άλλης μεταβατικής διάταξης του ίδιου νόμου, άρα και της μεταβατικής διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 72.
Επίσης, η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 ως μεταγενέστερη υπερισχύει ασφαλώς της διάταξης του άρθρου 7 παρ.4 ν.δ.1544/1942 που ρυθμίζει το διαχρονικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο εισαγωγής του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος σε ισχύ (1942) (37).

Συνοψίζοντας, για αγωγές που ασκήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του ν.3994/2011, η οποία συμπίπτει κατ άρθρον 77 με τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (27-7-2011), είτε αυτές ήταν εξαρχής αναγνωριστικές είτε μετατράπηκαν εν μέρει ή καθ ολοκληρίαν σε αναγνωριστικές, είτε πριν είτε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, δεν οφείλεται δικαστικό ένσημο για το αναγνωριστικό αίτημα που τυχόν περιέχουν. Συνεπώς, οι ήδη ασκηθείσες αγωγές κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου δεν καταλαμβάνονται από τη νέα ρύθμιση.

Ε Ανάγκη επαναφοράς του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος

Συμπερασματικά, λαμβάνοντας υπόψη τα σοβαρά προβλήματα αντισυνταγματικότητας και παραβίασης της ΕΣΔΑ που γεννά η ρύθμιση του άρθρου 70 του ν. 3994/2011, η ήδη λειτουργούσα νέα νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπό τον Σύμβουλο Επικρατείας κ. Μιχαήλ Πικραμένο, η οποία καλείται να ολοκληρώσει το έργο της ως τις 15-10-2011, καλείται να προτείνει την επαναφορά του καθεστώτος περί του δικαστικού ενσήμου που υπήρχε πριν από τον ν. 3994/2011, καθώς η επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις απλώς αναγνωριστικές αγωγές, επηρεάζει τα δικονομικά και συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών που προσφεύγουν αγωγικά στη δικαιοσύνη, αλλά και αυτών που ασκούν παρεμπίπτουσες αγωγές (αγωγές αναγωγής) είτε είναι φυσικά είτε είναι νομικά πρόσωπα (ασφαλιστικές ή άλλες εταιρίες και Επικουρικό Κεφάλαιο).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Το δικαστικό ένσημο βαρύνει τις αγωγές, όχι δε και τις αιτήσεις λήψεως ασφαλιστικών μέτρων ή τις αιτήσεις της διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας. Βλ. Βαθρακοκοίλης Β., ΕρμΚΠολΔ, Αθήνα 1994, τ. Α, σελ.984.
(2) ΑΠ 315/2010 ΝΟΜΟΣ
(3) Εάν η αγωγή απορριφθεί ως αβάσιμη και στη συνέχεια επανασκηθεί βάσει άλλης ιστορικής αιτίας, απαιτείται η εκ νέου καταβολή δικαστικού ενσήμου (ΠΠρΘεσσαλ 1616/1970 Αρμ. 25, 159). Αντιθέτως, αν η αγωγή απορριφθεί ως απαράδεκτη και επακολουθήσει εκ νέου παραδεκτή άσκησή της, δεν απαιτείται να επανακαταβληθεί δικαστικό ένσημο (ΕφΑθ 1074/1969 Αρμ. 23, 922).
(4) Επί του ποσού αυτού προβλέπονται προσαυξήσεις υπέρ του Ταμείου Νομικών και των Ταμείων Προνοίας. Δικηγόρων. Με την παρ.3 του άρθρου 42 του ν. 2294/1994 καταργήθηκε η είσπραξη ποσοστού 40% επί του δικαστικού ενσήμου για εξυπηρέτηση αναγκαστικού δανείου που είχε επιβληθεί με τις διατάξεις του ν. 2749/1922.
(5) Επί περιοδικών παροχών απροσδιορίστου χρόνου λαμβάνεται υπ\\\\\\\\\\\\\\\’ όψιν το δεκαπλάσιο της ετησίας παροχής, επί αγωγής, περί νομής ακινήτου το εικοσαπλάσιο της ετησίας προσόδου, επί επικαρπίας η ψιλής κυριότητος το ήμισυ της αξίας της πλήρους κυριότητος (2 παρ. 3 ν. ΓπΟΗ\\\\\\\\\\\\\\\’) και επί αγωγής διανομής ακινήτου η αναλογία του ενάγοντος (8 β.δ. 30.4/ 4.5.1920) επί του εικοσαπλασίου της ετησίας προσόδου (2 παρ. 3 ν. ΓπΟΗ\\\\\\\\\\\\\\\’). Επί υποκειμενικής ή αντικειμενικής σωρεύσεως γίνεται υπολογισμός χωριστά ως προς το ποσό κάθε σωρευομένης αγωγής, εκτός αν προέρχονται εκ της αυτής αιτίας.
(6) ΕφΑθ 2396/1989 ΕλΔνη 1990.874, ΕφΑθ 2593/1985 dsanet, ΠΠρΘεσ 27248/2006 ΝΟΜΟΣ
(7) ΑΠ 1107/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 220/1999 ΕλΔνη 40.603. Η απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης μετά την κατάργηση του άρθρου 272 ΚΠολΔ με το άρθρο 13 παρ.2 ν.2915/2011 περί της ερημοδικίας του ενάγοντα και πριν την προσθήκη του νέου άρθρου 272 ΚΠολΔ με το άρθρο 30 του ν. 3994/2011 γινόταν με ευθεία εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. ΓπΟΗ/1912 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ.1 ν.δ. 1544/42 (βλ. σχόλιο Ι.Ν. Κατρά κάτωθι της ΑΠ 1095/2006 ΕλΔνη 2009.464) .
(8) ΑΠ 315/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1392/1989 ΕλΔνη 1992.200, ΕφΑθ 7473/1987 ΕλλΔνη 1988.1985
(9) ΠΠρΘεσ 27248/2006 ΝΟΜΟΣ
(10) ΕφΑθ 4572/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 55/2009 ΝΟΜΟΣ
(11) Αξιομνημόνευτη είναι η απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών 1607/1994 (ΝΟΜΟΣ), η οποία τιμώντας το πνεύμα του νόμου δίχως να καταστρατηγεί το γράμμα του, σε υπόθεση αυτοκινητικού ατυχήματος που δεν είχε καταβληθεί το αναλογούν δικαστικό ένσημο αλλά ποσό που αντιστοιχούσε στο 1/10 του όλου δικαστικού ενσήμου, εφάρμοσε το άρθρο 254 ΚΠολΔ και διέταξε επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο με το σκεπτικό «ότι διαφαίνεται να συντρέχει περίπτωση τυπικής έλλειψης από παραδρομή», προκειμένου να συμπληρωθεί το δικαστικό ένσημο που αναλογεί στο ποσό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, η απάλειψη από το τελικό κείμενο της διάταξης του άρθρου 254 παρ. 1 ΚΠολΔ της φράσης «(κενά ή αμφίβολα σημεία) ως προς το πραγματικό υλικό και τας αποδείξεις» που υπήρχε στο σχέδιο της διάταξης, δηλώνει τη βούληση του νομοθέτη να μη θέσει περιορισμούς στην εξουσία του δικαστή αναφορικά με τους λόγους επανάληψη της δίκης.
(12) ΕφΠειρ 55/2009 σε Δίκη 2009 με σχόλιο Κ.Μπέη
(13) «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει», σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος.
(14) ΟλΣτΕ 3470/2007 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 647/2004 ΝοΒ 2004.1306.
(15) Απόφαση ΕΔΔΑ της 24-5-2006 επί της υπόθεσης Λιακόπουλου κατά Ελλάδος (προσφυγή υπ αριθμ. 20627/2004)
(16) Βλ σχετικά και σχόλιο Κ.Μπέη κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686
(17) Ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, ότι πράγματι λαμβάνεται υπόψη το δικαστικό ένσημο στον υπολογισμό της επιδικαζόμενης δικαστικής δαπάνης, το γεγονός αυτό αφορά στο χρόνο μετά την παροχή δικαστικής προστασίας και δεν εξισορροπεί τα εμπόδια που τίθενται στον πολίτη κατά το χρόνο προσφυγής του στη δικαιοσύνη
(18) Η επιβάρυνση της αναγνωριστικής αγωγής με δικαστικό ένσημο στερεί ουσιαστικά από τον πολίτη το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη για οικονομικούς και μόνο λόγους που δεν έχουν σχέση με την λειτουργία της δικαιοσύνης και κυρίως πλήττει τους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες που θα στερηθούν το δικαίωμα εννόμου προστασίας δημιουργώντας απαράδεκτες κοινωνικές διακρίσεις στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
(19) Βλ. σχετικά Πρακτικά Συνεδρίασης της Βουλής ΡΟΔ΄ της Τρίτης 12 Ιουλίου 2011, Σύνοδος Β΄, Ομιλία Κωνσταντίνου Τζαβάρα, Βουλευτή.
(20) Η σημασία της άσκησης αναγνωριστικής αγωγής χωρίς επιβάρυνση με τέλος δικαστικού ενσήμου, για την κατοχύρωση του συνταγματικού δικαιώματος για παροχή εννόμου προστασίας, αποτυπώνεται στην αξιοσημείωτη απόφαση του Εφετείου Πειραιά 55/2009 (Δίκη 2009.246 με σχόλιο Κ.Μπέη). Στην απόφαση αυτή γίνεται αντιδιαστολή του αναγνωριστικού από το καταψηφιστικό αίτημα κάθε καταψηφιστικής αγωγής και παρότι δεν καταβλήθηκε από τον ενάγοντα το αναλογούν στο καταψηφιστικό αίτημα δικαστικό ένσημο, το Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της, αλλά τη δίκασε κανονικά για το αναγνωριστικό αίτημα με το σκεπτικό ότι: «κάθε καταψηφιστική αγωγή, αναφορικά με το αντικείμενο της δίκης, δηλαδή τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι είναι ο δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, έχει σωρευτικώς δύο αναγκαία όσο και δεκτικά χωρισμού αιτήματα, ένα αναγνωριστικό και ένα καταψηφιστικό. Άρα σε περίπτωση μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, το καταψηφιστικό αίτημα απορρίπτεται ως ανυποστήρικτο, ενώ δικάζεται κανονικά το αναγνωριστικό αίτημα, το οποίο έτσι και αλλιώς δεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, τόσο όταν υποβάλλεται αυτοτελώς (με αναγνωριστική αγωγή), όσο και όταν σιωπηρώς εμπεριέχεται στο αίτημα της καταψηφιστικής αγωγής.»(Βλ σχετικά και σχόλιο Κ.Μπέη κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686.
(21) Σχετική πρόβλεψη για ενδεχόμενη αύξηση των εσόδων από την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές γίνεται και στην υπ αριθμ 103/10/2011 της 1-6-2011 Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κατ άρθρον 75 παρ. 1 του Συντάγματος, επί του σχεδίου νόμου (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011). Βέβαια, παραγνωρίζεται το ενδεχόμενο η νέα ρύθμιση να προκαλέσει πολλές νέες δίκες και πολύ περισσότερα αιτήματα από ό,τι στο παρελθόν για την χορήγηση του ευεργετήματος της πενίας κατ& άρθρον 194 επ. ΚΠολΔ, ώστε να καταστεί δυνατή η καταβολή των πολύ αυξημένων πλέον εξόδων της δίκης, ενδεχόμενο που θα σημάνει επιβάρυνση του προϋπολογισμού και θα εξανεμίσει την αναμενόμενη αύξηση των δικαστικών εξόδων από την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές και βεβαίως θα προκαλέσει επιπλέον επιβάρυνση στη δικαστική ύλη. Επίσης, παραβλέπεται το ενδεχόμενο τα αυξημένα έξοδα της δίκης λόγω της αύξησης του καταβλητέου δικαστικού ενσήμου να έχουν ως έμμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της δικαστικής ύλης αφού για λόγους οικονομικής αδυναμίας του ενάγοντα θα αποφεύγεται η σώρευση πολλών απαιτήσεων στην ίδια αγωγή και στη θέση της μίας δίκης για την ίδια υπόθεση είναι πιθανόν να έχουμε δύο ή και περισσότερες δίκες ώστε κάθε μία να χρηματοδοτείται από την προηγούμενη.
(22) Έκθεση επί του νομοσχεδίου της Β΄ Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών της Βουλής, 11-7-2011
(23) ΟλΣτΕ 1663/2009 ΑρχΝομ 2010.106, ΣτΕ 6/2010 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3072/2009 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2993/2007 Αρμ 2008.294
(24) Αξιοσημείωτες οι αποφάσεις που μνημονεύει η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, οι οποίες είναι οι ακόλουθες: απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 25.6.2009, προσφυγή 36963/2006, υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας υπ αριθμ. 2, απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 22.5/1.12.2008, προσφυγή 33997/2006, υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδας.
(25) Βλ. σχετικά απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά της 28-6-2011 σχετικά με την αντίθεσή του στην επιβολή δικαστικού ενσήμου στις απλώς αναγνωριστικές αγωγές, www.dspeir.gr
(26) Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ν.3994/2011 με το άρθρο 18 παρ.2 αυξάνει τις ποινές που κατά το άρθρο 205 ΚΠολΔ μπορεί ένα δικαστήριο να επιβάλει για προφανώς αβάσιμες αγωγές κλπ.
(27) Σημειώνεται ότι η επέκταση του δικαστικού ενσήμου στις απλώς αναγνωριστικές αγωγές, δεν θα θίξει μόνο τους προσφεύγοντες στη Δικαιοσύνη με κύριες αγωγές, αλλά επιπλέον θα επιβαρύνει και τις παρεμπίπτουσες αγωγές (αγωγές αναγωγής) φυσικών και νομικών προσώπων, μεταξύ άλλων και αυτές που ασκούν ασφαλιστικές εταιρείες και το Επικουρικό Κεφάλαιο. Είναι πιθανόν, οι παρεμπίπτουσες αγωγές να ασκούνται πλέον μετά την τελεσιδικία της κύριας αγωγής ώστε να καταβάλλεται δικαστικό ένσημο μόνο για την ήδη δικαστικά προσδιορισθείσα απαίτηση, γεγονός που θα σημάνει περισσότερες δίκες αντί μίας για την ίδια υπόθεση και κατ επέκταση θα σημάνει καθυστέρηση αντί επιτάχυνση της δικαιοσύνης.
(28) Είναι πράγματι αντιφατικό και οξύμωρο, απόδειξη μίας νομοθετικής πολιτικής χωρίς πρόγραμμα και συγκεκριμένη φιλοσοφία, το γεγονός ότι ενώ καταργήθηκαν οι προεισπράξεις δικηγορικής αμοιβής με τον ν.3919/2011 προς το σκοπό, κατά το νομοθέτη, να μειωθεί το κόστος πρόσβασης του πολίτη στη δικαιοσύνη, την ίδια εποχή το κόστος πρόσβασης του πολίτη στη δικαιοσύνη εκτοξεύεται στα ύψη καθώς έχουν αυξηθεί δραματικά τα παράβολα της μήνυσης, της πολιτικής αγωγής, της προσφυγής κλπ, επιβλήθηκε ΦΠΑ στις δικηγορικές αμοιβές και ήδη επιβάλλεται δικαστικό ένσημο και στις αναγνωριστικές αγωγές
(29) Για τη διάκριση του φόρου από τα τέλη ανταποδοτικού χαρακτήρα βλ. Θ.Π. Φορτσάκη, Φορολογικό Δίκαιο, Γ Έκδοση, Αθήνα 2008, σελ. 22.
(30) Με την ΟλΣτΕ 647/2004 (ΝοΒ 2004.1306) κρίθηκε αντισυνταγματική ως αντίθετη στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος η νομοθετική πρόβλεψη του άρθρου 171 Κ.Φ.Δ. καταβολής αναλογικού παραβόλου για την άσκηση έφεσης επί φορολογικών υποθέσεων. Επίσης, με το ίδιο σκεπτικό η ΟλΣτΕ 3470/2007 (ΝΟΜΟΣ) έκρινε αντισυνταγματική την διάταξη του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας σχετικά με την υποχρέωση καταβολής αναλογικού χρηματικού παραβόλου ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της έφεσης σε χρηματικές φορολογικές διαφορές. Βλ., επίσης, ΣτΕ 2673/2008 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3738/2008 ΝΟΜΟΣ.
(31) Απόφαση ΕΔΔΑ της 24.5.2006, υπόθεση Weissman κατά Ρουμανίας (63945/00), ΕλλΔνη 50.965. Η απόφαση έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου με την απόρριψη από τα ρουμανικά δικαστήρια της καταψηφιστικής αγωγής Ρουμάνων πολιτών κατά του Ρουμανικού Κράτους, με την οποία ζητούσαν την καταβολή 30.000.000 ευρώ ως διαφυγόντα κέρδη, λόγω μη καταβολής του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου ύψους 320.000 ευρώ.
(32) Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο κυρώθηκε συγχρόνως με την ΕΣΔΑ, δηλ. με το ν.δ.53/1974, «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγωσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίον, προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».
(33) Ακριβώς λόγω της σιωπής της σε ζητήματα διαχρονικού δικαίου της νέας διάταξης, δεν μπορεί να γίνει χρήση της αιτιολογικής έκθεσης προκειμένου να ερμηνευθεί η διάταξη του άρθρου 72 παρ.14 του νέου νόμου. Άλλωστε, προσφυγή στην αιτιολογική έκθεση για την ερμηνεία μίας διάταξης επιτρέπεται όταν η διάταξη δεν είναι αρκετά σαφής και δεν αρκεί η γραμματική της ερμηνεία, γεγονός που δε συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
(34) Εκτός της προσθήκης αυτής που αφορά στο δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές, στο τελικό κείμενο του άρθρου που περιλαμβάνει τις μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 73 στο σχέδιο νόμου που έλαβε τον αριθμό 72 στο τελικό νόμο) προστέθηκε και παράγραφος (άρθρο 72 παρ. 13)που ρυθμίζει θέματα διαχρονικού δικαίου σχετικά με την αρμοδιότητα των μονομελών δευτεροβάθμιων δικαστηρίων του άρθρου 19 ΚΠολΔ.
(35) Αυθεντική ερμηνεία ενός νόμου μπορεί να γίνει μόνο με μεταγενέστερο νόμο. Άρθρο 77 παρ.1 του Συντάγματος
(36) Η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 2 του ν. 3994/2011 υπήρχε στο σχέδιο νόμου αριθμούμενη ως 73 παρ. 2 και παρόλα αυτά η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής στην έκθεσή της και εν συνεχεία ο ίδιος ο νομοθέτης έκρινε ότι δεν είναι αρκετή ούτε αυτή ούτε άλλη μεταβατική διάταξη του σχεδίου νόμου για τη ρύθμιση της έναρξης ισχύος της ρύθμισης του άρθρου 70 και για το λόγο αυτό προστέθηκε κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου ειδική διάταξη που περιλαμβάνεται στο άρθρο 72 παρ. 14.
(37) Οι μεταβατικές διατάξεις δεν τροποποιούνται ούτε καταργούνται, καθώς εκ της φύσεώς τους αφορούν στο διαχρονικό δίκαιο που διέπει τον νόμο στον οποίο περιέχονται

[Πηγή]


Share  

 

This post is tagged: , ,