Συνταγματική η αύξηση του παραβόλου από τα 4,4 ευρώ στα 100 ευρώ – ΣτΕ (Ολ.) 601/2012

Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ’ αριθμό 601/2012 απόφασή του έκρινε συνταγματική την αύξηση των παραβόλων που κατατίθενται για την άσκηση προσφυγής, από τα 4,4 στα 100 ευρώ. Την αντισυνταγματικότητα είχε προτείνει ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά η προσφεύγουσα τεχνική εταιρεία, που αρνούνταν να καταβάλει τα 100 ευρώ, ισχυριζόμενη ότι το ύψος του παραβόλου αντίκειται στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς περιορίζει σημαντικά το δικαίωμα σε δικαστική προστασία. Η υπόθεση εισήχθη στο ΣτΕ με τη διαδικασία της «πιλοτικής δίκης», σύμφωνα με την οποία αναστέλλεται η έκδοση αποφάσεων σε όλες τις εκκρεμείς δίκες, όπου τίθεται το ίδιο πρόβλημα αντισυνταγματικότητας του παραβόλου.

Αναλυτικά η απόφαση του Συμβουλίου έχει ως εξής:

Αριθμός 601/2012

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Κ. Μενουδάκος, Φ. Αρναούτογλου, Ν. Σακελλαρίου, Α. Ράντος, Αντιπρόεδροι, Ν. Ρόζος,  Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Α.-Γ. Βώρος,  Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Σ. Μαρκάτης, Σ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Α. Καλογεροπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Β. Ραφτοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής,    Μ. Πικραμένος, Σύμβουλοι, Τ. Κόμβου, Δ. Βασιλειάδης, Χ. Παπανικολάου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Δ. Μακρής και Μ. Πικραμένος, καθώς και ο Πάρεδρος Χ. Παπανικολάου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

Για να δικάσει την από 25 Ιανουαρίου 2004 προσφυγή:

της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία  “……………”, που εδρεύει στα ..… Αττικής, η οποία παρέστη με τον ….. (…..), ως νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας, ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου,        κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Θ. Ψυχογιό, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, και κατά των παρεμβαινόντων: 1) μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο ….Αττικής (…….), η οποία δεν παρέστη και 2)…… , κατοίκου Αθηνών (…..), ο οποίος δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της παρεμβάσεως, και κατά του υπ΄ αριθμ. 4531/8-12-2003 φύλλου ελέγχου του Προϊσταμένου του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (ΠΕΚ) Πειραιά.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν της από 7 Απριλίου 2011 Πράξης της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Ε. Νίκα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της προσφευγούσης εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

 

1. Επειδή, η υπό κρίση προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε παράβολο 4,50 ευρώ (υπ’ αριθμ. 631457 και 1365107/2004 ειδικά έντυπα παραβόλου) εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, κατόπιν της από 7.4.2011 πράξεως της Επιτροπής του ως άνω άρθρου.

2. Επειδή, ο ν. 3900/2010 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης …» (ΦΕΚ Α΄ 213) όρισε στο άρθρο 1 παρ.1 αυτού τα ακόλουθα: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελουμένης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής. 2. Oταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του».

3. Επειδή, με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 1 του ν. 3900/2010 εισάγεται ο θεσμός της «δίκης-πιλότου» ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε θέματα που, ως εκ της φύσεώς τους, έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και, συνεπώς, αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές δίνεται η δυνατότητα στους διαδίκους και στα διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται απ΄ ευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου). Ειδικότερα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εφ΄ όσον αίτημα διαδίκου να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή μέσο αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τον λόγο ότι τίθεται με αυτό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, γίνει δεκτό από την προβλεπομένη από τις διατάξεις αυτές τριμελή Επιτροπή, η οποία αποφασίζει εκ των ενόντων βάσει των προβαλλομένων ισχυρισμών και των στοιχείων του φακέλλου που διαθέτει, το Δικαστήριο αυτό εκδικάζει σε Ολομέλεια ή σε Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ/τος 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμου για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (ΦΕΚ Α΄) και κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις.

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση,  με την από 7.4.2011 πράξη της προβλεπομένης από το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 3900/2010 τριμελούς Επιτροπής έγινε δεκτό το από 1.4.2011 αίτημα της τελούσης σε κατάσταση πτωχεύσεως εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………», νομίμως εκπροσωπουμένης από τον σύνδικο της  πτωχεύσεως, να εισαχθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας η από 25 Ιανουαρίου 2004 προσφυγή της κατά του υπ’ αριθμ. 4531/8.12.2003 φύλλου ελέγχου οικονομικού έτους 1998 του Προϊσταμένου του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Πειραιώς, που εκκρεμούσε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς,  προκειμένου, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω πράξη,  να κριθεί «το ζήτημα της συνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 45 παρ. 2 του ν. 3900/2010, κατά το μέρος που αφορά στην υποχρέωση καταβολής αυξημένου παραβόλου σε εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές».

5. Επειδή, στην κατά τα ανωτέρω ανοιγείσα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκη παρενέβησαν με τα από 25.5.2011 και 20.6.2011 αυτοτελή δικόγραφα παρεμβάσεως, αντιστοίχως, η μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….. .  Oμως, ο μεν τελευταίος, με δήλωσή του που υποβλήθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6.10.2011 (Π. 5845/6.10.2011), προ της συζητήσεως της παρούσας υποθέσεως, παραιτήθηκε από την ασκηθείσα παρέμβασή του, η δε εταιρία δεν παρέστη κατά την συζήτηση της υποθέσεως με πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε εμφανίσθηκε για να εγκρίνει την άσκηση της παρεμβάσεως, δεν προσκομίσθηκε δε μέχρι την συζήτηση συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας προς τον υπογράφονται την εν λόγω παρέμβαση δικηγόρο και, συνεπώς, η παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27 του π.δ.18/1989, όπως αυτό ισχύει.

6. Επειδή,  με το άρθρο 45 παρ. 1 του ιδίου ν. 3900/2010 αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που ρυθμίζει τα της καταβολής παραβόλου για το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, το οποίο, εν όψει και της αντικαταστάσεως της παραγράφου 1 αυτού με το άρθρο  22 παρ.7 του ν.3226/2004 (ΦΕΚ Α΄24/4.2.2004), διαμορφώθηκε τελικά ως εξής: «1. Για το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων πρέπει, ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσκομισθεί το προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις  αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Αν δεν προσκομισθεί το αποδεικτικό αυτό ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στ άρθρο 139Α. 2. Το παράβολο ορίζεται: α) για  …  την προσφυγή … σε εκατό ευρώ, β)  … 3. Κατ’ εξαίρεση, στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, το παράβολο για την προσφυγή, την έφεση και την αντέφεση ορίζεται σε ποσοστό ίσο προς το δύο τοις εκατό του αντικειμένου της διαφοράς και μέχρι του ποσού των δέκα χιλιάδων ευρώ. Αν το παράβολο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ, καταλογίζεται, αν συντρέχει περίπτωση, με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου επί της προσφυγής ή της έφεσης. 4. Τα ένδικα βοηθήματα και

μέσα της παραγράφου 3 απορρίπτονται ως απαράδεκτα, εάν κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί, από τον υπόχρεο, το 1/3 του παραβόλου, έως δε την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης τα υπόλοιπα 2/3 αυτού. Το παράβολο υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική αρχή, η οποία προς τούτο χορηγεί ατελώς ειδικό σημείωμα στον υπόχρεο, ύστερα από αίτησή του. Αν καταβληθεί παράβολο μικρότερο από εκείνο που αναφέρεται στο σημείωμα, το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Αν καταβληθεί το παράβολο που αναφέρεται στο σημείωμα, αλλά αυτό είναι μικρότερο του κατά το νόμο οφειλόμενου, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και, αν το ένδικό βοήθημα ή μέσο απορριφθεί για άλλο λόγο, το παράβολο που ελλείπει καταλογίζεται με την απόφαση του δικαστηρίου και εισπράττεται κατά τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Κατά την περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή όσα ορίζονται στην τελευταία περίοδο της παραγράφου 10». Περαιτέρω,  στην παρ.2 του αυτού άρθρου  45  του ν. 3900/2010 ορίσθηκε ότι: «Οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του άρθρου 277 του ΚΔΔ, όπως τροποποιούνται από την προηγούμενη παράγραφο, ισχύουν και για τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές. Το τυχόν επιπλέον οφειλόμενο παράβολο στις διαφορές αυτές καταβάλλεται μέχρι την πρώτη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου».

7. Επειδή, μετά την προαναφερθείσα από 7.4.2011 πράξη της τριμελούς Επιτροπής, με την οποία εισήχθη προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας η από 25.1.2004 προσφυγή της εταιρίας «…..», δημοσιεύθηκε ο ν. 3994/2011 «Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄165/25.7.2011), ο οποίος όρισε, στο άρθρο 65 παρ. 7 αυτού, ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του ν. 3900/2010, δεν εφαρμόζεται στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές».  Δυνάμει της νέας αυτής ρυθμίσεως, το αναλογικό παράβολο που προβλέπεται στην παρ.3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του ν. 3900/2010 (2% του αντικειμένου της διαφοράς και μέχρι του ποσού των 10.000 ευρώ), δεν ισχύει στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές που ήσαν εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του ν. 3900/2010 (1.1.2011) και, συνεπώς, δεν απαιτείται η καταβολή του για το παραδεκτό των  προσφυγών επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, οι οποίες ασκήθηκαν πριν από  την έναρξη ισχύος του ν. 3900/2010, όπως η υπό κρίση προσφυγή της εταιρίας «…..», που έχει ασκηθεί στις 4.2.2004  δια καταθέσεως  στο Περιφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο (ΠΕΚ) Πειραιώς).

8. Επειδή, μετά την διάταξη του άρθρου 65 παρ. 7 του ν. 3994/2011, η ρύθμιση  της παραγράφου 2 του άρθρου 45 του ν. 3900/2010, καθ’ ό  μέρος αυτή προέβλεπε την εφαρμογή της “νέας” παραγράφου 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας [ήτοι την καταβολή του ανακαθορισθέντος αναλογικού παραβόλου] στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, έπαυσε να ισχύει. Ως εκ τούτου, κατά το μέρος αυτό, εξέλιπαν, τα ζητήματα συνταγματικότητας της ως άνω διατάξεως, παραμένει δε προς  επίλυση, εν όψει, αφ’ ενός της φύσεως του κρινομένου ενδίκου βοηθήματος (προσφυγή επί φορολογικής διαφοράς) και αφ’ ετέρου του προπαρατεθέντος περιεχομένου  της από 7.4.2011 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, το ζήτημα της συνταγματικότητας της ανωτέρω διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 45 του ν. 3900/2010, καθ’ ό μέρος  αυτή προβλέπει την εφαρμογή στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές της παραγράφου 2 του άρθρου 277 του ΚΔΔ, η οποία,  όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του ιδίου άρθρου 45, προβλέπει για το παραδεκτό όλων των προσφυγών  την καταβολή, μέχρι την πρώτη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, παραβόλου, ύψους εκατό (100) ευρώ, έναντι του παραβόλου των είκοσι πέντε (25) ευρώ, που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 35 του ν. 3650/2008 (ΦΕΚ Α΄77) (εξαιρουμένων των προσφυγών που ασκούνται από ασφαλισμένο σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, για τις οποίες το  παράβολο παρέμεινε στο ποσό των  25 ευρώ).

9. Επειδή, το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος,  που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και το άρθρο  6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που επίσης κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας υπό την διατύπωση της “δίκαιης δίκης”, δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (ΣτΕ 3087/2011 Ολομ.,1583/2010 Ολομ., 3470/2007 Ολομ., 647/2004 Ολομ.). Εξ άλλου, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ιδιώτου, αποβλέπει στην αποτροπή της ασκήσεως απερισκέπτων και αστηρίκτων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας  των δικαστηρίων και της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, γι’ αυτό και η τύχη του (κατάπτωση, διπλασιασμός ή απόδοση στον καταβαλόντα) συναρτάται με την έκβαση και τις εν γένει περιστάσεις της δίκης (πρβλ. ΣτΕ 1583/2010 Ολομ., 3470/2009 Ολομ., 1852/2009 Ολομ., 647/2004 Ολομ.).

10. Επειδή, με την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του ν. 3900/2010, που αντικατέστησε, μεταξύ άλλων, την παράγραφο 2 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, εισήχθη νέα πάγια ρύθμιση ως προς το ύψος του παραβόλου  που απαιτείται για το παραδεκτό των ασκουμένων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Το ανακαθορισθέν ποσό  των εκατό (100) ευρώ, που πρέπει να καταβληθεί για την προσφυγή μέχρι την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου 277 του ΚΔΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο  22 παρ.7 του ν. 3226/2004, δεν είναι κατά κοινή πείρα τέτοιου ύψους ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι  παρεμποδίζει το δικαίωμα της προσφεύγουσας και εν γένει του διοικουμένου να προσφύγει ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Ως εκ τούτου και λαμβανομένου υπ’ όψη ότι, αν δεν προσκομισθεί το σχετικό αποδεικτικό ως την πρώτη συζήτηση,  ακολουθείται  η διαδικασία του άρθρου 139Α, που παρέχει στον διάδικο την ευχέρεια, ενημερωνόμενος σχετικά,  να καταβάλει το ελλείπον παράβολο, ώστε να μην απορριφθεί το ένδικο βοήθημά του ως απαράδεκτο, η υποχρέωση καταβολής του ως άνω ποσού παραβόλου δεν αντίκειται στα περί παροχής δικαστικής προστασίας άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ ούτε στην αρχή της αναλογικότητας.  Εξ άλλου, εν όψει του ως άνω ύψους παραβόλου, ούτε η μεταβατική ρύθμιση του άρθρου 45 παρ.2 του ν. 3900/2010, καθ’ ό μέρος προβλέπει την καταβολή του εν λόγω παραβόλου για όλες τις προσφυγές, οι οποίες, ανεξαρτήτως του χρόνου ασκήσεώς τους, συζητούνται υπό την ισχύ του νόμου αυτού, θίγει το δικαίωμα του διαδίκου προς παροχή έννομης προστασίας, διότι το δικαίωμα αυτό δεν αποκλείει κατ΄ αρχήν στο νομοθέτη την μεταβολή, επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων,  των όρων εκδικάσεως των ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και, συγκεκριμένα να επιβάλει την καταβολή προσθέτου παραβόλου ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου δοθέντος,  άλλωστε, ότι και στις υποθέσεις που ήσαν εκκρεμείς κατά  την έναρξη ισχύος του ν. 3900/2010 και  εισάγονται προς συζήτηση υπό την ισχύ του, αν δεν προσκομισθεί  αποδεικτικό καταβολής παραβόλου μέχρι την πρώτη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, το ένδικο βοήθημα ή μέσο δεν απορρίπτεται άνευ ετέρου ως απαράδεκτο, αλλά κατά την έννοια της ως άνω μεταβατικής διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 45 του ν. 3900/2010 και δή του δευτέρου εδαφίου της, ερμηνευομένης σε συνδυασμό προς την παγία διάταξη της παρ.1 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αυτή έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 22 παρ 7 του ν. 3226/2004,  εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 139Α του εν λόγω Κώδικα.

11. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινομένη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, έχει καταβληθεί παράβολο 4,40 ευρώ,  υπόκειται στο παράβολο των εκατό (100) ευρώ της παραγράφου 2 του άρθρου 277 του ΚΔΔ, το οποίο δεν προκύπτει ότι έχει καταβληθεί. Oμως, δοθέντος ότι η συζήτηση της  προσφυγής αυτής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας εχώρησε κατά την διαδικασία του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 3900/2010, προκειμένου να κριθεί ειδικώς το ζήτημα της συνταγματικότητος του άρθρου 45 παρ.2 του ν. 3900/2010, ως προς την υποχρέωση καταβολής αυξημένου παραβόλου σε εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει  να δοθεί η δυνατότητα στην προσφεύγουσα να συμπληρώσει το παράβολο των 4,40 ευρώ που κατέβαλε  κατά την κατάθεση της κρινομένη προσφυγής της έως την πρώτη συζήτηση αυτής  ενώπιον του αρμοδίου, ως κατωτέρω, διοικητικού δικαστηρίου.

12. Επειδή, εκτιμώντας τις περιστάσεις το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να επιβληθεί δικαστική δαπάνη

Διά ταύτα

Διαπιστώνει ότι το ζήτημα  της συνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 45 παρ. 2 του ν. 3900/2010 ένεκα του οποίου η κρινόμενης προσφυγή εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την διαδικασία του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 κατά το μέρος που όριζε ότι οι  παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 277 του ΚΔΔ, όπως τροποποιήθηκαν με την παρ.1 του ιδίου άρθρου 45, ισχύουν και για τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές, εξέλιπε εν όψει της διατάξεως του άρθρου 64 παρ.7 του ν. 3994/2011 Επιλύει το ζήτημα της συνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 45 παρ. 2 του ν. 3900/2010, κατά το μέρος που ορίζει ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 277 του ΚΔΔ, όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του ιδίου άρθρου 45, ισχύει και για τις  εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές.

Παραπέμπει την υπό κρίση προσφυγή στο Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς, σύμφωνα με το αιτιολογικό Η διάσκεψη έγινε   στην Αθήνα την 20η Ιανουαρίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Φεβρουαρίου 2012.


Share  

 

This post is tagged: , , , ,