Σύμφωνα με το άρθρο 363 του Ν. 4412/2016 για την παραδεκτή άσκηση της προδικαστικής προσφυγής επιβάλλεται υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου επί της προϋπολογισθείσας αξίας της υπό ανάθεση σύμβασης, το ύψος του οποίου δεν δύναται να είναι κατώτερο από εξακόσια (600) ευρώ και ανώτερο από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Η παράγραφος 5 περ. γ του ανωτέρω άρθρου, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 135 του Ν. 4782/2021, προβλέπει, δε, ειδικότερα ότι σε περίπτωση παραίτησης το κατατεθέν παράβολο επιστρέφεται στον προσφεύγοντα, εφόσον η παραίτηση έλαβε χώρα εντός δέκα (10) ημερών από την κατάθεση της προσφυγής. Εντούτοις, με την υπ’ αριθμ. 289/2024 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (7μ.) κρίθηκε ότι ο χρονικός αυτός περιορισμός ως προς την υποβολή παραίτησης για την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου συνιστά δυσανάλογο περιορισμό για τον προσφεύγοντα, πέραν του αναγκαίου, δίχως να εξυπηρετεί εν τέλει τον επιδιωκόμενο με τη ρύθμιση αυτή σκοπό, ήτοι την ταχεία εκκαθάριση των υποθέσεων για τις οποίες δεν υφίσταται πραγματικό ενδιαφέρον. Τούτο, δε, διότι το ανωτέρω χρονικό όριο των δέκα ημερών από την κατάθεση της προσφυγής δεν συνδέεται με τη λειτουργία του παραβόλου ως μέσου αποτροπής προδήλως αβάσιμων προσφυγών. Μάλιστα, το προαναφερθέν χρονικό όριο δεν συνδέεται με συγκεκριμένο στάδιο επί της διαδικασίας ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ, εκ του οποίου ο προσφεύγων να δύναται να εκτιμήσει εκ νέου τις πιθανότητες ευδοκίμησης της προδικαστικής του προσφυγής, ιδίως, δε, κατόπιν εξέτασης των επικαλούμενων από την αναθέτουσα αρχή ή τους παρεμβαίνοντες στοιχείων. Η εγγύτητα του προαναφερθέντος χρονικού ορίου επιστροφής του παραβόλου με τον χρόνο κατάθεσης της προσφυγής έχει ως αποτέλεσμα να καταπίπτει αυτό σε περίπτωση υποβολής παραίτησης σε μεταγενέστερο χρόνο, ακόμη και εάν η παραίτηση οφείλεται σε οψιγενή στοιχεία και γεγονότα που επακολούθησαν.
Συνεπώς, μετά ταύτα, με την προαναφερθείσα με αριθμό 289/2024 απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε ότι η κατάπτωση του παραβόλου σε περίπτωση παραίτησης σε χρόνο μεταγενέστερο του προβλεπόμενου στο ανωτέρω άρθρο συνιστά δυσανάλογο περιορισμό στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, με αποτέλεσμα η σχετική ρύθμιση του νόμου να μην είναι συμβατή με τις διατάξεις του άρθρου 1 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ και του άρθρου 47 του ΧΘΔΕΕ.
Λαμβανομένων υπόψιν των κριθέντων με την ανωτέρω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η ΕΑΔΗΣΥ με την με αριθμό 9/2024 απόφαση (Πρακτικό της 7ης Συν. Στις 23-4-2024) του Εκτελεστικού Συμβουλίου αποφάσισε ότι το κατατεθέν παράβολο αποδίδεται λόγω παραίτησης από την προδικαστική προσφυγή, εφόσον η σχετική δήλωση παραίτησης υποβληθεί εντός είκοσι πέντε (25) ημερών από την κατάθεση της προδικαστικής προσφυγής.