Ο δικηγόρος της εταιρείας μας Απόστολος Σιαπέρας, δημοσίευσε άρθρο στο νομικό περιοδικό Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου (Θ.Π.Δ.Δ.) 8-9/2024, σελ. 767-772, αναφορικά με το δίκαιο δημόσιων συμβάσεων.
Μετά τη θέσπιση του Ν.4412/2016 έχει διαμορφωθεί μία πλούσια νομολογία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων κατά το προσυμβατικό στάδιο, τόσο από τα Διοικητικά Εφετεία της χώρας, όσο και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η ταχύτητα της διαμόρφωσής της, οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στο «πολυτελές»[1] σύστημα παροχής έννομης προστασίας που επιφύλαξε ο Ν. 4412/2016 κατά το προσυμβατικό στάδιο, το οποίο συνίσταται, μεταξύ άλλων, (α) στη δημιουργία μίας ανεξάρτητης αρχής (ΑΕΠΠ και πλέον ΕΑΔΗΣΥ) για την εξέταση των προδικαστικών προσφυγών στους διαγωνισμούς με εκτιμώμενη αξία ανώτερη των 30.000 ευρώ,[2] (β) την πρόβλεψη σύντομων προθεσμιών για την άσκηση και συζήτηση τόσο των προδικαστικών προσφυγών[3] όσο και των αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης και ακύρωσης[4] ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ και των Δικαστηρίων, αντίστοιχα και (γ) στην πρόβλεψη σύντομων προθεσμιών για την έκδοση των σχετικών αποφάσεων.
Εντούτοις, η πλούσια αυτή νομολογία δεν είναι ενιαία αφού παρατηρούνται αρκετές αντιφάσεις μεταξύ των δικαστικών αποφάσεων επί των ίδιων, προφανώς, νομικών ζητημάτων, ιδίως στα πεδία των όρων συμμετοχής των οικονομικών φορέων στον διαγωνισμό, με αποτέλεσμα οι οικονομικοί φορείς, αλλά και οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς να βρίσκονται σε αμηχανία γύρω από το ισχύον δίκαιο.
Στο παρόν άρθρο επιχειρείται, καταρχάς, μία πρώτη καταλογογράφηση χαρακτηριστικών αντιφατικών δικαστικών κρίσεων κατά το προσυμβατικό στάδιο (Α), και αναλύονται οι συνέπειες που φαίνεται να επιφέρουν τόσο στους οικονομικούς φορείς όσο και στην ίδια τη διαγωνιστική διαδικασία (Β). Στη συνέχεια, αναδεικνύεται ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει το ΣτΕ, ως εγγυητής της ενότητας της νομολογίας (Γ) και τονίζεται η ανάγκη προληπτικής, καθοδηγητικής δράσης τόσο της ΕΑΔΗΣΥ όσο και των αναθετουσών αρχών/αναθετόντων φορέων για την ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου και την επιτάχυνση των διαγωνιστικών διαδικασιών (Δ).
Α. Κρίσιμη περιπτωσιολογία
- Από το έτος 2020, τα Διοικητικά Εφετεία της χώρας διχάζονταν μεταξύ δύο εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων, αναφορικά με την τύχη της προσφοράς, στην περίπτωση που ο διαγωνιζόμενος έχει μεν συμπληρώσει το αναρτηθέν από την αναθέτουσα αρχή υπόδειγμα του ΕΕΕΣ, πλην όμως σε αυτό έχουν απαλειφθεί -από την ίδια την αναθέτουσα αρχή- ορισμένα αναγκαία, για την προαπόδειξη όρων συμμετοχής, πεδία.[5]
Κατά την μία άποψη[6], η εσφαλμένη απάλειψη αναγκαίων, για την προαπόδειξη των όρων συμμετοχής, πεδίων του ΕΕΕΣ από την αναθέτουσα αρχή/τον αναθέτοντα φορέα πριν την ανάρτηση του σχετικού υποδείγματος δεν αίρει την υποχρέωση του, επιμελούς και ενημερωμένου, οικονομικού φορέα να τα συμπληρώσει, μέσω της ηλεκτρονικής υπηρεσίας Promitheus ESPDint,[7] στην οποία, εξάλλου, παραδοσιακά παραπέμπει η διακήρυξη. Κατά την ίδια άποψη, ελλείψει αναγκαίων πεδίων στο υπόδειγμα ΕΕΕΣ, ο επιμελής οικονομικός φορέας είχε τη δυνατότητα να αναζητήσει διευκρινίσεις επί των όρων της διακήρυξης,[8] και, επιπλέον, θα μπορούσε να συμπεριλάβει τις αναγκαίες δηλώσεις, για τις οποίες δεν υπήρχε σχετικό πεδίο στο υπόδειγμα ΕΕΕΣ, σε συνοδευτική υπεύθυνη δήλωση,[9] η δυνατότητα υποβολής της οποίας προβλέπεται από τη διακήρυξη. Περαιτέρω, δοθέντος ότι η παράλειψη απάντησης των αναγκαίων, για την προαπόδειξη των όρων συμμετοχής, πεδίων δεν θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλο τρόπο -παρά μόνο με την αντικατάσταση του υποβληθέντος ΕΕΕΣ με νέο- δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 102 του Ν. 4412/2016, καθώς η συμπλήρωση ή η διευκρίνιση εγγράφων δεν επιτρέπεται να έχει ως συνέπεια μεταγενέστερη αντικατάσταση εγγράφων που δεν έχουν υποβληθεί σύμφωνα με τους όρους της διακήρυξης.[10]
Στον αντίποδα, κατά την έτερη άποψη των Διοικητικών Εφετείων της χώρας,[11] το υπόδειγμα του ΕΕΕΣ αποτελεί ειδική και λεπτομερή διάταξη της διακήρυξης που ρυθμίζει αποκλειστικά το ζήτημα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί ούτε να συμπληρωθεί, ούτε να υποκατασταθεί από το σχέδιο υποδείγματος της ηλεκτρονικής υπηρεσίας Promitheus ESPDint. Εφόσον, δε, στο υπόδειγμα ΕΕΕΣ της διακήρυξης απαλείφθηκε αναγκαίο για την προαπόδειξη όρου συμμετοχής πεδίο, εκ μέρους της αναθέτουσας, δεν συνάγεται υποχρέωση των διαγωνιζόμενων για τη δήλωση αυτή.[12]
Εν τέλει, η διχογνωμία αυτή έλαβε τέλος με την απόφαση του ΣτΕ 2223/2023,[13] η οποία υιοθέτησε μία, θα έλεγε κανείς, διάφορη προσέγγιση, περισσότερο κοντινή στη δεύτερη νομολογιακή τάση που επισημάνθηκε. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η απάλειψη αναγκαίου, για την προαπόδειξη των όρων συμμετοχής, πεδίου από το υπόδειγμα του ΕΕΕΣ εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής/του αναθέτοντος φορέα δημιουργεί «αντικειμενική ασάφεια ως προς το εάν συντρέχει απαίτηση της Διακήρυξης για προαπόδειξη της μη συνδρομής του, η ασάφεια δε αυτή δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος του διαγωνιζομένου που συμπλήρωσε πλήρως το αναρτηθέν από την αναθέτουσα αρχή υπόδειγμα». Συνακόλουθα, η προσφορά του διαγωνιζομένου είναι μεν πλημμελής όχι, όμως, και απορριπτέα, καθώς η πλημμέλειά του οφείλεται στην απουσία του αναγκαίου πεδίου από το υπόδειγμα ΕΕΕΣ, το οποίο αποτελεί επίσης μέρος του κανονιστικού περιεχομένου της διακήρυξης. Κρίθηκε περαιτέρω, ότι η πλημμέλεια αυτή είναι δεκτική διευκρίνισης κατ’ άρθρο 102 του Ν. 4412/2016, και ο οικονομικός φορέας οφείλει να κληθεί προς διευκρινίσεις.
- Δεν είναι μικρότερης έντασης η διχογνωμία που ανέκυψε σχετικά με την πλημμελή συμπλήρωση του πεδίου του ΕΕΕΣ αναφορικά με την εγγραφή (ή μη) του υποψήφιου οικονομικού φορέα σε επίσημο κατάλογο. Ειδικότερα, η βεβαίωση εγγραφής στο ΜΕΕΠ, σε συνδυασμό με την ενημερότητα πτυχίου, συνιστά τον μοναδικό, επί της παρούσης, εθνικό «επίσημο κατάλογο» που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 83 του Ν. 4412/2016.[14] Ως εκ τούτου, το επίμαχο ερώτημα οφείλουν να συμπληρώσουν καταφατικά μόνο οι εργοληπτικές επιχειρήσεις 3ης τάξης και άνω, καθώς διαθέτουν ενημερότητα πτυχίου. Σε περιπτώσεις εργοληπτικών επιχειρήσεων κατώτερης τάξης που απαντούν καταφατικά το ερώτημα αυτό, κρίνεται ότι η προσφορά τους είναι απορριπτέα, λόγω πλημμελούς συμπλήρωσης του ΕΕΕΣ και απουσίας οιασδήποτε απάντησης σε έτερο υποερώτημα, περί της δυνατότητας υποβολής φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, το οποίο εμφανίζεται προς συμπλήρωση μόνο στην περίπτωση αρνητικής απάντησης στο κύριο ερώτημα περί εγγραφής σε επίσημο κατάλογο.[15] Κατ’ άλλη άποψη, όμως, «πρόκειται για εσφαλμένη, από παραδρομή, συμπλήρωση του οικείου πεδίου περί εγγραφής σε επίσημο Κατάλογο, η οποία συνιστά επουσιώδη πλημμέλεια που μπορούσε να θεραπευθεί με παραδεκτές διορθώσεις/διευκρινίσεις κατόπιν κλήσης του προσφέροντος […], χωρίς η επίμαχη διόρθωση/διευκρίνιση να συνιστά ουσιώδη τροποποίηση εγγράφου (ΕΕΕΣ)».[16]
- Επίσης, ενόψει ρητής πρόβλεψης στις διακηρύξεις δημοσίων έργων[17], βάσει του υποδείγματος διακήρυξης της ΕΑΔΗΣΥ[18], κρινόταν πάγια από τη νομολογία ότι η μη δήλωση του ποσού του ανεκτέλεστου υπολοίπου εργολαβικών συμβάσεων στο πεδίο «Λοιπές οικονομικές ή χρηματοοικονομικές απαιτήσεις» του ΕΕΕΣ, οδηγεί στην απόρριψη της προσφοράς και δεν αρκεί απλά η δήλωση περί μη υπέρβασης του ορίου του ανεκτέλεστου υπολοίπου[19]. Εντούτοις πρόσφατες αποφάσεις κρίνουν αντίθετα ότι η επίμαχη πλημμέλεια θεραπεύεται με διευκρινίσεις κατ’ άρθρο 102 του Ν.4412/2016[20], αλλά και ότι, παρά τον σχετικό όρο της διακήρυξης, αρκεί η δήλωση περί μη υπέρβασης του ορίου του ανεκτέλεστου υπολοίπου[21].
- Ένα άλλο σημαντικό, για την πράξη, θέμα που αντιμετωπίστηκε με αντιφατικό τρόπο από τη νομολογία είναι η δυνατότητα στήριξης του προσφέροντος σε τρίτο οικονομικό φορέα ως προς τα κριτήρια επιλογής των προτύπων διασφάλισης ποιότητας και περιβαλλοντικής διαχείρισης.[22] Κατά την μία άποψη, εφόσον στη διακήρυξη (όπως και στο άρθρο 78 του Ν. 4412/2016) προβλέπεται η δυνατότητα στήριξης μόνο στα κριτήρια επιλογής οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας, καθώς και στα κριτήρια επιλογής τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας, απαγορεύεται η στήριξη ως προς τα προειρημένα πρότυπα.[23] Απήχηση βρήκε, όμως, και η αντίθετη άποψη, κατά την οποία η απουσία ειδικής ρύθμισης στο κανονιστικό πλαίσιο του διαγωνισμού δεν «απενεργοποιεί» τον θεσμό της στήριξης ως προς τα εν λόγω πρότυπα.[24] Το ΣτΕ, με την 2010/2022 απόφασή του, έκρινε ότι η στήριξη αυτή ήταν επιτρεπτή στον επίδικο, ενώπιόν του, διαγωνισμό, καθόσον τούτο προβλεπόταν ρητώς και σαφώς από όρο της διακήρυξης, ο οποίος είχε παγιωθεί και δεν είχε αμφισβητηθεί επικαίρως.
- Αντιφατικές δικαστικές κρίσεις συναντάμε αναφορικά και με το ζήτημα της υποχρέωσης συμπερίληψης ή μη της παρακράτησης φόρου 8% στην οικονομική προσφορά των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Κατά την μία άποψη, στις κρατήσεις υπέρ του δημοσίου και τρίτων που βαρύνουν τον ανάδοχο περιλαμβάνεται και η προκαταβολή φόρου εισοδήματος, η οποία παρακρατείται υποχρεωτικά κατά την έκδοση της σχετικής εντολής πληρωμής της αξίας των παρεχόμενων υπηρεσιών.[25] Κατά την άλλη άποψη, η παρακράτηση φόρου δεν συνιστά επιβάρυνση κατά την έννοια του άρθρου 95, παρ. 5 του Ν. 4412/2016, καθώς αποτελεί μέρος της φορολογικής υποχρέωσης του αναδόχου για τον πρόσθετο λόγο ότι η τελική απόδοση ή μη του παρακρατηθέντος ποσού στο Δημόσιο εξαρτάται από το ύψος της φορολογικής υποχρέωσης του αναδόχου, ανάλογα με τα ετήσια κέρδη ή το καθαρό εισόδημα που αυτός δηλώνει, σε σχέση με τα ποσά φόρου που έχουν παρακρατηθεί. Ως εκ τούτου δεν υφίσταται υποχρέωση συμπερίληψής της στην οικονομική προσφορά.[26]
- Ανοιχτό παραμένει το ζήτημα της υποχρέωσης[27] ή μη[28] δήλωσης ως υπεργολάβου του τρίτου στηρίζοντος, ως προς τα κριτήρια τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας, το οποίο εκκρεμεί ενώπιον του ΣτΕ στο πλαίσιο πρότυπης δίκης.[29] Εξ όσων μπορεί να δει κανείς, θα κρατήσει, τελικώς, η προσέγγιση που υιοθέτησε σχετικά πρόσφατα το ΔΕΕ.[30]
- Ακόμη, όμως, και αν όλες οι παραπάνω διχογνωμίες επιλυθούν, το δίκαιο δημοσίων συμβάσεων φαίνεται να δίνει διαρκώς αρκετές αφορμές για τη διαμόρφωση αντιφατικών νομολογιακών τάσεων, όπως για παράδειγμα: Η δυνατότητα[31] ή μη[32] αθροιστικής κάλυψης του αυτού κριτηρίου επιλογής μεταξύ προσφέροντος και τρίτου στηρίζοντος, αλλά και η υποχρέωση[33] ή μη[34] υπολογισμού του πριμ, που προβλέπεται στις συμβάσεις δημοσίων έργων κατά το άρθρο 149 του Ν. 4412/2016, για τον καθορισμό του ύψους του παραβόλου που κατατίθεται ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ για την παραδεκτή άσκηση προδικαστικής προσφυγής.
Β. Οι συνέπειες των αντιφάσεων στην καθημερινότητα των δημόσιων διαγωνισμών
Οι αντιφατικές αυτές νομολογιακές κρίσεις, που, συχνά, αφορούν σε ουσιώδεις όρους συμμετοχής των οικονομικών φορέων στον διαγωνισμό, δημιουργούν καταρχάς ανασφάλεια δικαίου τόσο στους υποψήφιους αναδόχους, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τι πρέπει να πράξουν για να διασφαλίσουν τη νομιμότητα της προσφοράς τους,[35] όσο και στις αναθέτουσες αρχές/τους αναθέντοτες φορείς, που δυσκολεύονται να αξιολογήσουν με ασφάλεια τις προσφορές των διαγωνιζομένων. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για μετατροπή του δημόσιου διαγωνισμού σε «τυχερό παιχνίδι»: Δεν επικρατούν οι «νόμιμοι», αλλά οι τυχεροί, δηλαδή αυτοί που θα τύχει να συμμορφώνονται με την άποψη που θα επικρατήσει στην περίπτωσή τους.
Περαιτέρω, η αντιφατική αυτή νομολογιακή πραγματικότητα δημιουργεί ένα επιπλέον πρόβλημα που συνδέεται με τον αναμενόμενο τρόπο λειτουργείας του οικονομικού φορέα που συμμετέχει στη διαγωνιστική διαδικασία. Δεν θα ήταν αδόκιμο να γίνει λόγος για οικονομικό φορέα «τζογαδόρο», ο οποίος προετοιμάζει την προσφορά του καταλλήλως και ενεργοποιεί την έννομη προστασία κατά το προσυμβατικό στάδιο ενάντια σε συνδιαγωνιζόμενους, που ακολούθησαν την διαφορετική νομολογιακή άποψη, επιδιώκοντας, αν αυτή δεν επικρατήσει, να τους θέσει εκτός διαγωνιστικής διαδικασίας[36].
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αντιφατικές νομολογιακές προσεγγίσεις φαίνεται ότι πολλαπλασιάζουν τον αριθμό των ασκούμενων ενδικοφανών και ένδικων βοηθημάτων, οδηγώντας αναπόφευκτα στην καθυστέρηση ολοκλήρωσης των διαγωνιστικών διαδικασιών, σε βάρος όλων των παραγόντων της διαγωνιστικής διαδικασίας και, ιδίως, του δημοσίου συμφέροντος που επιτάσσει την ταχεία ολοκλήρωσή τους. Επιπλέον, επιβαρύνονται τόσο η ΕΑΔΗΣΥ όσο και τα Δικαστήρια με έναν επιπλέον όγκο προσφυγών και αιτήσεων αντίστοιχα, που προστίθεται στο «εθνικό πρόβλημα» της επιβάρυνσης της δικαιοσύνης και τη συνακόλουθη καθυστέρηση στην απονομή της.
Γ. Ο ρόλος του ΣτΕ
Οι αποφάσεις των Διοικητικών Εφετείων που εκδίδονται επί διαφορών στο στάδιο ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων είναι ανέκκλητες, κατά τη νομολογία του ΣτΕ,[37] και τούτο παρόλο που το άρθρο 372 του Ν. 4412/2016, μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 138 του ν. 4782/2021, δεν απαγγέλλει ρητώς το «αμετάκλητο» των εν λόγω αποφάσεων.[38] Ως εκ τούτου, η αδυναμία άσκησης έφεσης ενώπιον του ΣτΕ δεν επιτρέπει την άρση της διχογνωμίας από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο.
Εντούτοις, με αφορμή το ζήτημα του συνυπολογισμού του πριμ, κατ’ άρθρο 149 Ν. 4412/2016, για τον καθορισμό του ύψους του παραβόλου της προδικαστικής προσφυγής,[39] διατυπώθηκε η άποψη της κατ’ εξαίρεση δυνατότητας άσκησης έφεσης κατά ανέκκλητων αποφάσεων, όταν το τακτικό διοικητικό δικαστήριο άφησε αδικαιολόγητα ανεξέταστη μία υπόθεση, κρίνοντας απαράδεκτο το ένδικο βοήθημα (ή την ενδικοφανή προσφυγή), παρά την ύπαρξη αντίθετης νομολογίας ή παρά το γεγονός ότι εφάρμοσε για πρώτη φορά νομολογία σε ζήτημα δικονομικής φύσης επί ασαφούς κανόνα δικαίου.[40]
Ούτως ή άλλως, βέβαια, το εκάστοτε κρίσιμο ζήτημα μπορεί να αχθεί ενώπιον του ΣτΕ στο πλαίσιο πρότυπης δίκης,[41] όπως έχει συμβεί αρκετές φορές για την επίλυση νομικών ζητημάτων στο δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων, όπως: η κατάπτωση του παραβόλου προδικαστικής προσφυγής σε περίπτωση παραίτησης,[42] τα χρονικά σημεία που πρέπει να καλύπτουν αποδεικτικά τα δικαιολογητικά κατακύρωσης καθώς και η διαπίστευση των οργανισμών αξιολόγησης αναφορικά με τα πρότυπα[43] και η εφαρμογή του άρθρου 103 Ν. 4412/2016, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 43 Ν. 4782/2021, σε εκκρεμείς διαγωνιστικές διαδικασίες.[44] Ενδιαφέρον είναι, πάντως, ότι τα Διοικητικά Εφετεία –παρά τις αντιφάσεις της νομολογίας τους- δεν φαίνεται να απευθύνουν προδικαστικά ερωτήματα στο ΣτΕ[45], συμβάλλοντας, κατ’ αποτέλεσμα, στη διαιώνιση του προβλήματος.[46]
Ένας άλλος τρόπος για να αχθεί το επίμαχο εκάστοτε ζήτημα ενώπιον του ΣτΕ είναι η έφεση υπέρ του νόμου από τον αρμόδιο Υπουργό, τον Υπουργό που εποπτεύει το διάδικο νομικό πρόσωπο ή τον Γενικό Επίτροπο των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.[47] Πρόσφατα, ο τελευταίος άσκησε έφεση κατά της απόφασης του ΔΕφΑθ 373/2024, με την οποία κρίθηκε ότι το πριμ του άρθρου 149 Ν. 4412/2016 πρέπει να υπολογίζεται στην αξία της σύμβασης για τον καθορισμό του ύψους του παραβόλου της προδικαστικής προσφυγής. Και παρότι η έφεση υπέρ του νόμου δεν έχει αποτελέσματα μεταξύ των διαδίκων, προφανώς μπορεί να συμβάλει στην άρση της αντίφασης και, τελικά, στην ενότητα της νομολογίας.
Η κατ’ εξαίρεση άσκηση έφεσης, η πρότυπη δίκη κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, το προδικαστικό ερώτημα και η έφεση υπέρ του νόμου μπορούν να λειτουργήσουν ευεργετικά, επιτρέποντας στο ΣτΕ να διαδραματίσει τον κρίσιμο ρόλο του ως εγγυητή της νομολογίας σε ένα πεδίο που αφενός παράγει πολλές διαφορές αφετέρου «φιλοξενεί» πολλές, αντίθετες, μεταξύ τους ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Ανεξαρτήτως των όποιων προβληματισμών που μπορεί να διατυπωθούν για την αξιοποίηση των μηχανισμών συγκέντρωσης του δικαστικού ελέγχου στο ΣτΕ, η άρση των αντιφάσεων και η διασφάλιση της ενότητας της νομολογίας θα συμβάλουν καταλυτικά στην ασφάλεια δικαίου.
Δ. Ο ρόλος της ΕΑΔΗΣΥ και των αναθετουσών αρχών/αναθετόντων φορέων
Μέχρι, όμως, να υλοποιηθεί το συμπέρασμα της προηγούμενης παραγράφου για όλα τα περίπλοκα θέματα που απασχολούν την πράξη, θα απαιτηθεί χρόνος, ο οποίος, πάντα, «τρέχει» σε βάρος της ανάγκης για ταχεία ολοκλήρωση των διαγωνιστικών διαδικασιών. Εξάλλου, η ενότητα της νομολογίας δεν αποτελεί αυτοσκοπό του συστήματος δικαστικής προστασίας ούτε και μπορεί να διασφαλιστεί άνευ ετέρου στην ελληνική έννομη τάξη. Όπως προκύπτει από την ανάλυση που προηγήθηκε, η «ενεργοποίηση» των μηχανισμών συγκέντρωσης είναι, σε έναν βαθμό, τυχαίος: Για παράδειγμα, ουδεμία συνθήκη διασφαλίζει την προθυμία του διαδίκου να δαπανήσει πόρους (χρόνο και χρήμα) για την υποβολή αιτήματος πιλοτικής δικής. Σε αυτό το πλαίσιο, τόσο η ΕΑΔΗΣΥ όσο και οι ίδιες οι αναθέτουσες αρχές/οι αναθέτοντες φορείς αναδεικνύονται σε κρίσιμοι παράγοντες.
Καταρχάς, αρμοδιότητα της ΕΑΔΗΣΥ συνιστά η έκδοση κατευθυντήριων οδηγιών σχετικά με ζητήματα δημοσίων συμβάσεων που αφορούν, ιδίως, στην ερμηνεία της σχετικής εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, λαμβανομένης υπόψη της εθνικής νομολογίας και της νομολογίας του ΔΕΕ.[48] Η ΕΑΔΗΣΥ, μετά την θέσπιση του ν. 4412/2016, προέβη στην έκδοση κατευθυντήριων οδηγιών, σχετικά με το περιεχόμενο του νέου θεσμικού πλαισίου στις δημόσιες συμβάσεις, οι οποίες αποτέλεσαν βασικό εργαλείο για όλα τα εμπλεκόμενα, σε έναν διαγωνισμό, μέρη.[49] Μετά το έτος 2018, και παρά την ανάπτυξη εκτενούς νομολογίας επί ουσιωδών ζητημάτων του προσυμβατικού σταδίου, οι ήδη εκδοθείσες κατευθυντήριες οδηγίες δεν έχουν ενημερωθεί παρά την προφανή ανάγκη για τον εμπλουτισμό τους. Μία τέτοια πρακτική θα συνέβαλε στην αντιμετώπιση του προβλήματος: Στο πρώτο παράδειγμα που επισημάνθηκε παραπάνω[50], η ΕΑΔΗΣΥ θα μπορούσε να κατευθύνει τους οικονομικούς φορείς να προσαρμόζουν μόνοι τους το ΕΕΕΣ, βάσει της ηλεκτρονικής υπηρεσίας Promitheus ESPDint, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι αδικαιολόγητοι αποκλεισμοί[51] ή ακόμα και να τους συστήνει την υποβολή διευκρινιστικού ερωτήματος επί των όρων της Διακήρυξης. Επίσης, φαίνεται επιβεβλημένη η χορήγηση λεπτομερέστερων οδηγιών αναφορικά με τη συμπλήρωση των πεδίων του ΕΕΕΣ, βάσει της διαμορφωθείσας νομολογίας και, ενδεχομένως, η αναδιατύπωση των ερωτημάτων κατά τρόπο σαφέστερο. Χαρακτηριστικά, η εσφαλμένη συμπλήρωση του πεδίου περί εγγραφής σε επίσημο κατάλογο στις συμβάσεις δημοσίων έργων, δεν μπορεί να αποτελεί μέχρι και σήμερα λόγο αποκλεισμού οικονομικών φορέων· αντίθετα θα πρέπει τούτο να καταστεί σαφές, είτε μέσω οδηγιών, είτε μέσω ρητής και σαφούς αναφοράς στα υποδείγματα διακηρύξεων που η ίδια η ΕΑΔΗΣΥ εκδίδει[52] και οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς αντιγράφουν αυτούσια.[53] Τέλος, οι αντίθετες απόψεις στη νομολογία συνιστούν αντίθετες ερμηνείες των αυτών κανονιστικών ή νομοθετικών ρυθμίσεων. Ως εκ τούτου, η ΕΑΔΗΣΥ, ενεργοποιώντας την αρμοδιότητά της να εισηγείται ρυθμίσεις νομοθετικού και κανονιστικού περιεχομένου στα αρμόδια εθνικά όργανα,[54] δύναται να τις επισημάνει έγκαιρα και να συμβάλει στην άρση των προβληματισμών που απασχολούν τη νομολογία.
Επιπλέον, η ΕΑΔΗΣΥ έχει τη δυνατότητα να ορίζει την εξέταση προδικαστικής προσφυγής από το Εκτελεστικό Συμβούλιο όταν πρόκειται για υπόθεση μείζονος σπουδαιότητας ή προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων.[55] Η ενεργοποίηση της δυνατότητας αυτής εκ μέρους της ΕΑΔΗΣΥ για την εξέταση νομικών ζητημάτων που αντιμετωπίζονται αντιφατικά από τη νομολογία, σε συνδυασμό με μία νομοθετική τροποποίηση του άρθρου 372 παρ. 3, έτσι ώστε να προβλεφθεί ότι το ΣτΕ θα είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης και ακύρωσης κατά των αποφάσεων του Εκτελεστικού Συμβουλίου, ανεξαρτήτως εκτιμώμενης αξίας, θα έδινε τη δυνατότητα στο ΣτΕ να επιληφθεί άμεσα του επίμαχου νομικού ζητήματος και να άρει την όποια αντιφατική νομολογία.
Σημαντικό, επίσης, ρόλο στην άρση των αδικαιολόγητων αποκλεισμών που προκαλούνται από την αντιφατικότητα της νομολογίας μπορούν να διαδραματίσουν και οι ίδιες οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς. Τόσο με την διαμόρφωση των τευχών του διαγωνισμού, προσθέτοντας αναλυτικές επεξηγήσεις επί κρίσιμων ρυθμίσεων που αφορούν στους όρους συμμετοχής, ή έστω χορηγώντας εγκαίρως διευκρινίσεις επί αυτών.[56] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν διακηρύξεις περί παροχής υπηρεσιών[57], στις οποίες προστέθηκε ρητός όρος ότι στην οικονομική προσφορά δεν συμπεριλαμβάνεται το ποσό που αντιστοιχεί στην παρακράτηση φόρου, προκειμένου η διχογνωμία στη νομολογία περί συμπερίληψής της ή μη στην οικονομική προσφορά να μην επηρεάσει την εξέλιξη της διαγωνιστικής διαδικασίας.
Ε. Αντί συμπεράσματος
Το δίκαιο δημοσίων συμβάσεων έχει ήδη «παράξει» έναν δυσθεώρητο αριθμό δικαστικών διενέξεων και έχει δώσει την αφορμή για την ανάπτυξη μίας αχανούς νομολογίας που μπορεί να παρακολουθηθεί, στην ολότητά της, με μεγάλη δυσκολία, ακόμη και από τους ειδικούς. Ως προς ορισμένα καίρια ζητήματα του προσυμβατικού σταδίου, τα προβλήματα που έχουν ανακύψει στην πράξη -εξαιτίας των διαφορετικών και, όχι σπάνια, αντίθετων επιλογών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων- είναι σημαντικά και καταλήγουν να ταλανίζουν τη λειτουργικότητα του συστήματος. Οι συχνές νομοθετικές παρεμβάσεις στον Ν. 4412/2016 δεν έχουν συμβάλει, άνευ ετέρου, στην επίλυσή τους· μπορεί, μάλιστα, να είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα (τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο), όπως συνέβη, π.χ., με την τροποποίηση του άρθρου 103 Ν. 4412/2016.
Παρότι ο ρόλος του ΣτΕ για τη διασφάλιση της ενότητας της νομολογίας είναι κορυφαίος, ενδεδειγμένος δρόμος για την ασφάλεια δικαίου, την ταχύτητα της διαγωνιστικής διαδικασίας και τη νομιμότητά της είναι η ετοιμότητα της διοίκησης να αντιμετωπίσει τα θέματα που ανακύπτουν εν τη γενέσει τους. Για να συμβεί αυτό, απαιτείται, σίγουρα, όχι η πιστή αντιγραφή των προτύπων της ΕΑΔΗΣΥ, αλλά η προσεκτική συγγραφή των τευχών του διαγωνισμού και η προσαρμογή τους στις ανάγκες του εκάστοτε συμβατικού αντικειμένου αλλά και στη βούληση της αναθέτουσας αρχής/του αναθέτοντος φορέα. Είναι, μάλλον, σαφές ότι ο κατάλογος των αντιφατικών νομολογιακών κατασκευών που παρατέθηκε στο παρόν άρθρο, θα ήταν μικρότερος αν η διοίκηση είχε διαμορφώσει προσεκτικότερα το κανονιστικό πλαίσιο του διαγωνισμού.
[1]Τσιγαρίδας Β., «Αποτελεσματικότητα: Ταχύτητα συμβασιοποίησης vs. έννομης προστασίας», εισήγηση στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Δημοσίων Συμβάσεων, 15/12/2023, (αδημ.).
[2] Άρθρα 345, 347 Ν. 4412/2016.
[3] Η προδικαστική προσφυγή ασκείται ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών (άρθρο 361 Ν. 4412/2016) και η απόφαση εκδίδεται υποχρεωτικά εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την ημέρα εξέτασης της προσφυγής (άρθρο 367, παρ. 1 Ν. 4412/2016), η οποία δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από σαράντα (40) ημέρες από την ημερομηνία κατάθεσής της (άρθρο 365, παρ. 4 Ν. 4412/2016).
[4] Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης και ακύρωσης ασκείται εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών, η δικάσιμος για την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης δεν πρέπει να απέχει πέραν των εξήντα (60) ημερών από την κατάθεση του δικογράφου και το διατακτικό της δικαστικής απόφασης εκδίδεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη συζήτηση της αίτησης ή από την προθεσμία για την υποβολή υπομνημάτων (άρθρο 372 Ν. 4412/2016). Και ναι μεν οι προθεσμίες αυτές είναι ενδεικτικές (ΣτΕ 147/2022), η πρόβλεψη, όμως, ότι η προθεσμία για την άσκηση και η άσκηση της αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου κωλύουν τη σύναψη της σύμβασης μέχρι την έκδοση της οριστικής δικαστικής απόφασης (άρθρο 371, παρ. 6 Ν. 4412/2016), οδηγούν σε ταχεία εκδίκαση των σχετικών διαφορών στην πλειονότητα των περιπτώσεων.
[5] Μπουζιούρη Α., «Ο Επιμελής Διαγωνιζόμενος, η μη Επιμελής Αναθέτουσα Αρχή και η συμπλήρωση του ΕΕΕΣ/ΤΕΥΔ: Κριτική παρουσίαση πρόσφατης Νομολογίας», ΝΟ.Δ.Ε.ΠΕ 16/2020, σ. 13· Σιαπέρας Α./Κωνσταντέλλια Α., «Η απάλειψη αναγκαίων για την προαπόδειξη πεδίων του ΕΕΕΣ από την αναθέτουσα αρχή, άλλως οικονομικοί φορείς «Lost in Translation»», ΝΟ.Δ.Ε.ΠΕ. 26/2023, σ. 20· Σιαπέρας Α. «Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 2223/2023 – Προαπόδειξη των όρων συμμετοχής σε περίπτωση απάλειψης αναγκαίου για την προαπόδειξη πεδίου από το υπόδειγμα ΕΕΕΣ», ΘΠΔΔ 12/2023, σ. 1330-1334.
[6] Βλ. ΔΕφΠατρών 11/2020, ΔΕφΚομ 113/2022, 168/2022, 30/2023, ΔΕφΘεσ 383/2022, 560/2022.
[7] https://espdint.eprocurement.gov.gr/.
[8] ΔΕφΚομ 113/2022, 168/2022, 30/2023, ΔΕφΘεσ 383/2022, 560/2022.
[9] ΔΕφΚομ 113/2022.
[10] ΔΕφΘεσ 450/2023· βλ. και ΔΕφΚομ 168/2022, ΔΕφΘεσ 383/2022, 560/2022.
[11] ΔΕφΠειρ 42/2020, ΔΕφΠειρ 18/2021.
[12] ΔΕφΘεσ 152/2020, ΔΕφΑθ 1523/2023, ΔΕφΘεσ 376/2022.
[13] Βλ. Σιαπέρας Α., «Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 2223/2023», ό.π.
[14] Υπ’ αριθμόν 23 Κατευθυντήρια Οδηγία της ΕΑΑΔΗΣΥ με θέμα: «Ειδικά θέματα συμπλήρωσης του Τυποποιημένου Εντύπου Υπεύθυνης Δήλωσης (ΤΕΥΔ) και του Ευρωπαϊκού Ενιαίου Εγγράφου Σύμβασης (ΕΕΕΣ)».
[15] ΔΕφΑθ 1487/2023, 186/2021 ΔΕφΘεΣ 448/2023, ΔΕφΠειρ 78/2023, ΔΕφΠατρ 88/2022.
[16] ΔΕφΘεσ 130/2023.
[17] Ο όρος των διακηρύξεων προβλέπει: «Τέλος, επισημαίνεται ότι οι προσφέροντες δηλώνουν το ανεκτέλεστο υπόλοιπο εργολαβικών συμβάσεων στο Μέρος IV του ΕΕΕΣ, Ενότητα Β («Οικονομική και Χρηματοοικονομική Επάρκεια»), στο πεδίο «Λοιπές οικονομικές ή χρηματοοικονομικές απαιτήσεις».
[18] https://www.eaadhsy.gr/index.php/m-protypa-docs/erga-docs, πρόσβαση 02/07/2024.
[19] ΔΕφΑθ 280/2024, 1170/2024, ΔΕφΠειρ 162/2024, ΔΕφΘεσ 41/2022.
[20] ΔΕφΘεσ 1170/2024.
[21] ΔΕφΧαν 5/2024.
[22] Άρθρο 82 του Ν. 4412/2016.
[23] ΔΕφΑθ 47/2024, 53/2021, ΔΕφΠειρ 87/2022.
[24] ΔΕφΘεσ 143/2021, ΔΕφΙωαν 52/2023.
[25] ΣτΕ 563/2008, σκ.4, ΕΑ ΣτΕ 482/2006, πρβλ. ΣτΕ 3938/1999, ΕΑ ΣτΕ 800, 256/2004, ΔΕφΑθ 265/2016, 10/2020, 80/2020, 842/2024 ΔΕφΘεσ 26/2019, 17/2020. Επίσης, βλ. ΕΑ ΣτΕ 446/2009 και 840/2008, οι οποίες αναφέρονται στην υποχρέωση συμπερίληψης κρατήσεων υπέρ τρίτων, χωρίς ειδική αναφορά στην παρακράτηση φόρου.
[26] ΔΕφΑθ 1268/2020, 361/2024. Βλ. Σιαπέρα A., «Διαμόρφωση Οικονομικής Προσφοράς στις Συμβάσεις Παροχής Υπηρεσιών: η Προβληματική της συμπερίληψης ή μη της Παρακράτησης Φόρου», Εισήγηση στα πλαίσια του 7ο Επιστημονικού Συνεδρίου της ΕΕΔ, 30/6- 1/7/2020· Σιαπέρα Α., «Η προβληματική της υποχρέωσης συμπερίληψης ή μη της παρακράτησης φόρου 8% στην οικονομική προσφορά των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών», ΝΟ.Δ.Ε.ΠΕ. 15/2020, σ. 20-26.
[27] ΕΑ ΣτΕ 170/20, ΣτΕ 1612/2022
[28] ΔΕφΑθ 2544/2023, 507/2023, ΕΣ 886/2023.
[29] Υπ’ αρ. 2/2024 Πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1, παρ. 1 του Ν. 3900/10.
[30] ΔΕΕ, απόφαση της 26.012023, C-403/21, σκ. 72-74.
[31] ΔΕφΙωαν 52/2023.
[32] ΔΕφΑθ 1642/2023. Βλ. Κρικώνη Χ./Κωνσταντέλλια Α., «Η αθροιστική κάλυψη κριτηρίων επιλογής μεταξύ προσφέροντος και τρίτου δανειοπαρόχου», ΝΟΔΕΠΕ 27/2023, σ. 9.
[33] ΔΕφΑΘ 373/2024. Βλ. Χατζηγιαννάκη Β., «Σχόλιο σε ΔΕφΑθ 373/2024», ΝΟΔΕΠΕ 29/2024, σ. 68-71.
[34] Αναφορικά με τον μη υπολογισμό του δικαιώματος προαίρεσης, ΣτΕ ΕΑ 114/2021, 311/2021, 2479/2020, 102/2020, 57/2020, 319/2019,μ 182/2019, 10/2017, 187/2017, 319, 182/2019, ΔΕφΘεσ 58/20149, ΔΕφΑθ 16/2020.
[35] Σιαπέρας Α./Κωνσταντέλλια Α., «Η απάλειψη αναγκαίων για την προαπόδειξη πεδίων του ΕΕΕΣ», ΝΟΔΕΠΕ 26/2023,ό.π., σ. 20.
[36] Θα περάσουμε, δηλαδή, από τον οικονομικό φορέα «ελεύθερο σκοπευτή» [που γνωρίσαμε στο πλαίσιο του εννόμου συμφέροντος αποκλεισθέντος οικονομικού φορέα και επιχειρήσαμε να εξαλείψουμε με την αναδιάρθρωση του συστήματος δικαστικής προστασίας και τη θέσπιση του ενιαίου ένδικου βοηθήματος (Μαρκόπουλος Ν., «Το έννομο συμφέρον αποκλεισθέντος οικονομικού φορέα για την προσβολή πράξεων της διαγωνιστικής διαδικασίας αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων», σε https://www.esdi.gr/wp-content/uploads/images/stories/pdf/epimorfosi/2018/markopoulos_Oktober2018.pdf, πρόσβαση: 16.06.2024)], και τον οικονομικό φορέα «ντέντεκτιβ» [που γνωρίσαμε στο πλαίσιο της αντικατάστασης του άρθρου 104 του Ν. 4412/2016 με το άρθρο 44 του Ν. 4782/2021, που επιδίωξε την κατάργηση της υποχρέωσης υποβολής δικαιολογητικών κατακύρωσης για τον χρόνο υποβολής της προσφοράς, η οποία όμως δεν υιοθετήθηκε από την ΟλΣτΕ 2325/2023 (Α. Σιαπέρας, «Υποβολή δικαιολογητικών κατακύρωσης για τον χρόνο υποβολής της προσφοράς – Ερμηνεία άρθρου 104 Ν.4412/2016», ΘΠΔΔ 2022, σ. 1401)], στον οικονομικό φορέα «τζογαδόρο».
[37] ΣτΕ 1710, 1711/2023.
[38] ΣτΕ 147/2022, σκ. 9.
[39] ΔΕφΑθ 373/2024
[40] Χατζηγιαννάκης Β., «Σχόλιο σε ΔΕφΑθ 373/2024», ό.π., σ. 68-71.
[41] Άρθρο 1, παρ. 1 Ν.3900/2010.
[42] ΣτΕ 289/2024.
[43] ΟλΣτΕ 2325/2023.
[44] ΣτΕ 1894/2022.
[45] Άρθρο 1, παρ. 2 Ν.3900/2010
[46] Βλ. Χατζηγιαννάκης Β., «Σχόλιο σε ΔΕφΑθ 373/2024», ό. π., σ. 68-71, περί της αυξημένης ηθικής υποχρέωσης του διοικητικού δικαστή να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΣΤΕ, σε περίπτωση διαμόρφωσης νομολογιακού κανόνα που σχετίζεται με το δικαίωμα έννομης προστασίας. Βλ. και ΔΕφΑθ 2237/2023 με την οποία διατυπώθηκε το εξής προδικαστικό ερώτημα στο ΣτΕ: «Στην προκείμενη περίπτωση, ενόψει της αρχής της αυτοτέλειας κάθε διαγωνιστικής διαδικασίας, κατά το στάδιο υποβολής δικαιολογητικών κατακύρωσης οριστικού αναδόχου, [ο οποίος έχει υποβάλλει αρνητική δήλωση ότι δεν συντρέχει σε βάρος του κανένας από τους προβλεπόμενους στο νόμο [άρθρο 73 παρ. 4 του ν. 4412/2016 λόγους αποκλεισμού], η μη δήλωση ότι αυτός έχει αποκλεισθεί στο πλαίσιο άλλων διαγωνιστικών διαδικασιών, δυνάμει αποφάσεων διοικητικών εφετείων ή αντίστοιχων οριστικών αποφάσεων αναθετουσών αρχών ή της ΕΑΔΗΣΥ, για το λόγο ότι δεν είχε δηλώσει στο υποβληθέν, στο πλαίσιο των ίδιων διαδικασιών, Ε.Ε.Ε.Σ., αποκλεισμούς του από προηγούμενες των διαδικασιών αυτών διαγωνιστικές διαδικασίες, συνιστά τον λόγο αποκλεισμού της περ. ζ’ της παρ. 4 του άρθρου 73 του ν. 4412/2016;»
[47] Άρθρο 58, παρ. 4 ΠΔ 18/1989.
[48] Άρθρο 347, παρ. 2, περ. δ’ Ν. 4412/2016.
[49] Κατευθυντήρια Οδηγία 15 (28.11.2016), ΑΔΑ ΩΧ0ΓΟΞΤΒ-ΑΚΗ, Κατευθυντήρια Οδηγία 16 (30.12.2016), ΑΔΑ 7ΥΟ4ΟΞΤΒ-ΚΩΟ, Κατευθυντήρια Οδηγία 17 (23.01.2017), ΑΔΑ ΩΕ7ΤΟΞΤΒ-Ε7Ω, Κατευθυντήρια Οδηγία 18 (23.01.2017), ΑΔΑ 7ΝΚΧΟΞΤΒ-Δ7Β, Κατευθυντήρια Οδηγία 19 (10.05.2017), ΑΔΑ ΩΩΥΓΟΞΤΒ-Θ73, Κατευθυντήρια Οδηγία 20 (22.06.2017), ΑΔΑ ΩΡΞ3ΟΞΤΒ-9Ρ5, Κατευθυντήρια Οδηγία 21 (27.06.2017), ΑΔΑ 69ΦΑΟΞΤΒ-ΨΩ0, Κατευθυντήρια Οδηγία 22 (30.06.2017), ΑΔΑ 7ΜΥΤΟΞΤΒ-ΖΓΖ, Κατευθυντήρια Οδηγία 23 (15.02.2018), ΑΔΑ Ψ3ΗΙΟΞΤΒ-Κ3Ε,
[50] Βλ. υπό Α.
[51] Σιαπέρας Α./Κωνσταντέλλια Α., «Η απάλειψη αναγκαίων για την προαπόδειξη πεδίων του ΕΕΕΣ», ό.π., σ. 20.
[52] Άρθρο 347, παρ. 2, περ. ε’ Ν. 4412/2016.
[53] Μάλιστα, σχετικά πρόσφατα, η Πανελλήνια Ένωση Συνδέσμων Εργοληπτών Δημοσίων Έργων ζήτησε από τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών και την ΕΑΔΗΣΥ να αναδιατυπώσουν τα πρότυπα έντυπα ΕΕΕΣ με ενσωμάτωση επεξηγηματικών σχολίων, ώστε να καθίσταται ευχερής η κατανόηση και η ορθή συμπλήρωσή τους, να εκδοθεί νέα κατευθυντηρία οδηγία από την ΕΑΔΗΣΥ με αναλυτική επεξήγηση όλων των πεδίων ΕΕΕΣ, ιδιαίτερα τω πεδίων εκείνων που η συμπλήρωσή τους έχει οδηγήσει σε πληθώρα προδικαστικών προσφυγών και αντιφατικών αποφάσεων και να συνταχθεί νέο απλοποιημένο πρότυπο διακήρυξης με στόχο την αποσαφήνιση των όρων. https://pesede.gr/epistoli-tis-pesede-me-thema-strevlosi-ton-apotelesmaton-ton-diagonistikon-diadikasion-meso-schimatikon-kai-ochi-ousiastikon-prodikastikon-prosfygon/ (πρόσβαση: 20.05.2024).
[54] Άρθρο 347, παρ. 2, περ. β’ Ν. 4412/2016.
[55] Άρθρο 353, παρ. 4 Ν. 4412/2016.
[56] Βλ. ΔΕφΑθ 970/2023. Στην επίδικη περίπτωση διευκρινίστηκε από την αναθέτουσα αρχή ότι η συμπερίληψη της παρακράτησης φόρου στην οικονομική προσφορά έγκειται στη διακριτική ευχέρεια εκάστου διαγωνιζόμενου, ως εκ τούτου δεν αποκλειστήκαν αυτοί που δεν την συμπεριέλαβαν χάρη στη διευκρίνιση.
[57] Βλ. ενδεικτικά την με αριθμό 496/2020 διακήρυξη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) για την καθαριότητα κτιρίων, εγκαταστάσεων και εξωτερικών χώρων του ΑΠΘ, αξίας (με Φ.Π.Α) 5.110.875,76 ευρώ, με ΑΔΑ 20PROC006591922 2020-04-21, στην οποία ορίζεται (όροι 2.4.4 και 5.1.2) ότι: «Στην οικονομική προσφορά των συμμετεχόντων δεν συμπεριλαμβάνεται η προβλεπόμενη από την κείμενη νομοθεσία παρακράτηση φόρου εισοδήματος επί των εκάστοτε εκδοθησομένων τιμολογίων του αναδόχου, καθώς αυτή δεν συνιστά κράτηση ή επιβάρυνση, τόσο κατά τις ανωτέρω διατάξεις της Διακήρυξης, όσο και κατά την έννοια των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 95 του Ν. 4412/2016 και της παρ. 1 του άρθρου 68 του Ν. 3863/2010» και (Πίνακας Ανάλυσης Προσφοράς): «10. Ύψος νομίμων υπέρ του Δημοσίου και τρίτων κρατήσεων (Δεν συμπεριλαμβάνεται η παρακράτηση φόρου 8%)».

