Tο Σχέδιο Νόμου για «τη δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας»

Δόθηκε στη δημοσιότητα το Σχέδιο Νόμου για «τη δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας». Με το εν λόγω σχέδιο νόμου επιχειρούνται παρεμβάσεις στο σύνολο των θεμελιωδών νομοθετημάτων της χώρας, όπως στον Αστικό Κώδικα, Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Ποινικό Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στις νομοθετικές διατάξεις που διέπουν την Διοικητική Δίκη (διαφορές ουσίας και ακυρωτικές διαφορές), στον Πτωχευτικό Κώδικα και στον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Για μία ακόμη φορά επιχειρούνται αποσπασματικές επεμβάσεις σε θεμελιώδη νομοθετήματα, η αποτελεσματικότητά των οποίων είναι αμφίβολη.

Ενδεικτικά σας παραθέτουμε παρακάτω κάποιες από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις.

Εδώ μπορείτε να βρείτε το πλήρες περιεχόμενο από το Σχέδιο Νόμου καθώς και τη σχετική Αιτιολογική Έκθεση.

Άρθρο 3
Διαζύγιο
2. Το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία να λύσουν το γάμο τους, εφόσον έχει διαρκέσει τουλάχιστον ένα χρόνο πριν την κατάρτισή της. Η συμφωνία αυτή υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη και από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή μόνον από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή του συμφωνητικού.
Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να λυθεί ο γάμος πρέπει η ανωτέρω συμφωνία να συνοδεύεται με άλλη έγγραφη συμφωνία των συζύγων που να ρυθμίζει την επιμέλεια των τέκνων και την επικοινωνία με αυτά, η οποία ισχύει ώσπου να εκδοθεί η απόφαση για το θέμα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 1513. Η κατά τα ανωτέρω έγγραφη συμφωνία καθώς και το τυχόν έγγραφο συμφωνητικό που αφορά την επιμέλεια και επικοινωνία των ανήλικων τέκνων υποβάλλονται μαζί τα σχετικά γραμμάτια προείσπραξης των αμοιβών των πληρεξουσίων δικηγόρων των συμβαλλομένων και τα ειδικά πληρεξούσια όταν απαιτείται, στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, ο Πρόεδρος του οποίου θεωρεί τις υπογραφές των δικηγόρων που υπογράφουν την έγγραφη συμφωνία λύσης του γάμου».

Άρθρο 6
Καθ’ ύλη αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων
1. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 9 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Δεν συνυπολογίζονται οι παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς, τόκους και έξοδα , καθώς και η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη όταν σωρεύονται με άλλες αξιώσεις».
2. Στο άρθρο 17 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται περίπτωση 1 ως εξής και οι περιπτώσεις 1, 2 και 3 αναριθμούνται σε 2, 3 και 4 αντίστοιχα:
«1) το διαζύγιο, η ακύρωση του γάμου, η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του γάμου, οι σχέσεις των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, οι οποίες πηγάζουν απ’ αυτόν, καθώς και εκείνες της παραγράφου 1 του άρθρου 614».

Άρθρο 7
Δικαστική μεσολάβηση
Μετά το άρθρο 214 Α΄ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 214 Β΄ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ως εξής:
«1. Διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να επιλυθούν και με προσφυγή σε δικαστική μεσολάβηση. Η προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση, η οποία είναι προαιρετική, μπορεί να γίνει πριν από την άσκηση της αγωγής ή και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας.
2. Σε κάθε πρωτοδικείο ορίζονται, για ένα έτος με δυνατότητα ανανέωσης για δύο ακόμη έτη, ένας ή περισσότεροι από τους υπηρετούντες προέδρους πρωτοδικών ή τους αρχαιότερους πρωτοδίκες, ως μεσολαβητές μερικής ή πλήρους απασχόλησης.
3. Η δικαστική μεσολάβηση περιλαμβάνει ξεχωριστές και κοινές ακροάσεις και συζητήσεις των μερών και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους με το μεσολαβητή δικαστή, ο οποίος και μπορεί να απευθύνει στα μέρη μη δεσμευτικές προτάσεις επίλυσης της διαφοράς. Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί, μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου, να προσφεύγει στον κατά τόπο αρμόδιο δικαστή μεσολαβητή υποβάλλοντας γραπτώς το αίτημά του.
4. Το δικαστήριο στο οποίο είναι εκκρεμής η υπόθεση μπορεί σε κάθε στάση της δίκης, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να καλεί τα μέρη να προσφύγουν στη δικαστική μεσολάβηση για την επίλυση της διαφοράς τους και ταυτόχρονα να αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο και πάντως όχι πέραν του εξαμήνου.
5. Οι διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 11 του ν. 3898/2010 για την εκτελεστότητα των συμφωνιών, το απόρρητο της μεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και αποτελέσματα στην παραγραφή και τις αποσβεστικές προθεσμίες εφαρμόζονται αναλόγως και στη δικαστική μεσολάβηση».

Άρθρο 8
Αναβολή συζήτησης λόγω απεργίας, αποχής, κ.λ.π.
1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 241 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής:
«Σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους, απεργίας ή στάσεων εργασίας δικαστικών υπαλλήλων, οι υποθέσεις αναβάλλονται υποχρεωτικά σε δικάσιμο που ανακοινώνει αυθημερόν το δικαστήριο εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών».

Άρθρο 11
Ηλεκτρονική έκδοση αποφάσεων
Το άρθρο 304 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αφού περατωθεί η ψηφοφορία, ο εισηγητής δικαστής συντάσσει την απόφαση σε ηλεκτρονική μορφή. Αν πρόκειται για αποφάσεις του Προέδρου του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του Ειρηνοδικείου, την απόφαση συντάσσει σε ηλεκτρονική μορφή και ακολούθως, χρονολογεί και υπογράφει την αποτύπωσή της σε υλική μορφή ο δικαστής που εκδίδει την απόφαση.
2. Η απόφαση της παραγράφου 1 δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση. Ο δικαστής που παραδίδει την απόφαση σε ηλεκτρονική μορφή, παραδίδει ομοίως και το πρωτότυπο της απόφασης με πλήρες το περιεχόμενο που προβλέπεται στο άρθρο 305».

Παράβολο ενδίκων μέσων
Στο άρθρο 495 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«1. Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 495 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού διακοσίων (200) τριακοσίων (300) και τετρακοσίων (400) ευρώ αντίστοιχα, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
2. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο.
3. Σε περίπτωση νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο».

Άρθρο 13
Ειδικές διαδικασίες-Προκατάθεση προτάσεων
1. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 591 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«β) οι προτάσεις κατατίθενται προ τριών (3) εργασίμων ημερών».

Αρθρο 14
Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής
1. Το άρθρο 632 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο εκδόσαν τη διαταγή πληρωμής ειρηνοδικείο ή μονομελές πρωτοδικείο. Η ανακοπή επιδίδεται είτε στο δικηγόρο που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είτε στη διεύθυνση εκείνου κατά του οποίου στρέφονται, η οποία αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής, εκτός αν γνωστοποιηθεί με δικόγραφο μεταβολή που τυχόν έχει επέλθει. Τα αντίγραφα των εγγράφων τα οποία αποδεικνύουν την απαίτηση παραμένουν στη γραμματεία του δικαστηρίου μέχρι την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής κατά την παρούσα παράγραφο.
2. Η άσκηση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός 60 ημερών, αναστέλλει την εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής, μέχρι την ημερομηνία συζητήσεως και υπό τον όρο συζητήσεώς της. Το δικαστήριο που συζητεί την ανακοπή μπορεί να διατηρήσει την αναστολή της εκτελεστότητας με εγγύηση ή χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για την ανακοπή.
3. Η ανακοπή εκδικάζεται σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ.1β’ ΚΠολΔ».
3. Το άρθρο 633 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αν η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής.
Διαφορετικά απορρίπτει την ανακοπή και επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής.
2. Αν δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, εκείνος υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής μπορεί να επιδώσει πάλι τη διαταγή στον οφειλέτη, ο οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την ανακοπή μέσα σε προθεσμία δέκα εργασίμων ημερών από τη νέα επίδοση. Στην περίπτωση αυτή η ανακοπή δεν αναστέλλει την εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής.
Αν περάσει άπρακτη και η παραπάνω προθεσμία, η διαταγή πληρωμής αποκτά δύναμη δεδικασμένου και είναι δυνατό να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση».
4. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 643 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το δεύτερο εδάφιο προστίθενται νέα εδάφια, ως εξής:
«Η απόφασή του δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση το αργότερο μέχρι και σαράντα οκτώ (48) ώρες μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 591 παράγραφος 1, περίπτωση δ’ του ΚΠολΔ, καταχωριζόμενου του διατακτικού της στα πρακτικά. Αν για ειδικούς λόγους επιβάλλεται να επιφυλαχθεί ο δικαστής να εκδώσει την απόφασή του σε μεταγενέστερο χρόνο, έχει την υποχρέωση να γνωστοποιεί την ημέρα και ώρα που θα δημοσιευθεί η απόφαση, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά, εντός αποκλειστικής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την συζήτηση της αγωγής. Εντός της ίδιας προθεσμίας οφείλει να συντάξει, χρονολογήσει και υπογράψει την απόφαση που περιέχει αιτιολογικό και διατακτικό».

Άρθρο 16
Ασφαλιστικά μέτρα-Προσωρινή διαταγή
Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 691 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται και προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:
«Σε κάθε περίπτωση αν γίνει δεκτό το αίτημα για έκδοση προσωρινής διαταγής η σχετική αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε τριάντα ημέρες. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται, άλλως παύει αυτοδικαίως η ισχύς της προσωρινής διαταγής, εκτός αν αυτή παραταθεί από το δικαστήριο που εκδικάζει την αίτηση».

Άρθρο 17
Υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 740 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται οι υποθέσεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 739, εκτός από την ανακοπή του άρθρου 787 και 82 ΑΚ, η οποία υπάγεται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου.».
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 740 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στην κατά την πρώτη παράγραφο του παρόντος αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγεται και η θέση προσώπου σε ακούσια νοσηλεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου».

Άρθρο 20
Υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας βάσει ειδικών νόμων
Στο άρθρο 3 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής: «Στις περιπτώσεις που διατάξεις νόμων προσδιορίζουν, για τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, αρμοδιότητα πρωτοδικείων, αρμόδια είναι τα ειρηνοδικεία. Εξαιρούνται μόνον οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας του ν. 3588/2007 (άρθρο 4), καθώς και του ν. 2664/1998».

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Π.Δ. 18/1989
Άρθρο 41
Συνοπτική έκθεση δικογράφου και ηλεκτρονική διεύθυνση
1. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του π.δ. 18/1989 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Σε περίπτωση κατά την οποία το δικόγραφο υπογράφεται από δικηγόρο, αναγράφεται η ηλεκτρονική του διεύθυνση. Στο δικόγραφο περιέχεται συνοπτική έκθεση των τιθέμενων νομικών ζητημάτων, η οποία δεν υπερβαίνει τις 200 λέξεις. Εάν ελλείπει η έκθεση, δεν ορίζεται δικάσιμος μέχρις ότου συμπληρωθεί το δικόγραφο. Η υποχρέωση αυτή δεν αφορά την αίτηση αναστολής και την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων».

Άρθρο 43
Συνέπειες μη αποστολής φακέλου
Στο άρθρο 24 του π.δ. 18/1989 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«Σε περίπτωση κατά την οποία αναβληθεί η υπόθεση μία φορά λόγω μη αποστολής των στοιχείων του φακέλου από τη Διοίκηση, το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εκδίκασή της, συνάγοντας τεκμήριο ομολογίας για την πραγματική βάση των ισχυρισμών του αιτούντος».

Άρθρο 44
Πληρεξουσιότητα
Στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«Γενικό πληρεξούσιο η ισχύς του οποίου έχει παύσει κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 97 παρ. 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δεν λαμβάνεται υπόψη για τη νομιμοποίηση του διαδίκου, έστω και αν ίσχυε κατά το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου.

Άρθρο 46
Δικαστική δαπάνη
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 39 του π.δ. 18/1989 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση κατά την οποία ο ηττηθείς διάδικος συνέβαλε με τη δικονομική συμπεριφορά του στην καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης, το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλει δικαστική δαπάνη έως τριπλάσια της εκάστοτε οριζομένης. Ειδικά ως προς το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου για την επιβολή της ανωτέρω δικαστικής δαπάνης λαμβάνεται υπόψη και η τήρηση των υποχρεώσεων των άρθρων 23 και 24 του παρόντος διατάγματος».

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 47
Αρμοδιότητα
1. Τα εδάφια β και γ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ΚΔΔ αντικαθίστανται ως εξής:
«β. Των φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών, των οποίων το αντικείμενο δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ, ανήκει σε πρώτο βαθμό στο μονομελές πρωτοδικείο. Εάν το αντικείμενο υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ και φθάνει έως τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ, οι εν λόγω διαφορές ανήκουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο μονομελές εφετείο, εάν δε υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ, ανήκουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο τριμελές εφετείο.

Άρθρο 48
Συνοπτική έκθεση δικογράφου και ηλεκτρονική διεύθυνση
1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 45 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται περίπτωση δ ως εξής:
«δ΄. Στο δικόγραφο περιέχεται συνοπτική έκθεση των τιθέμενων ζητημάτων, η οποία δεν υπερβαίνει τις 200 λέξεις. Η υποχρέωση αυτή δεν αφορά την αίτηση αναστολής και την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων».
2. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 45 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στην περίπτωση που το δικόγραφο υπογράφεται από δικηγόρο, αναγράφεται η ηλεκτρονική του διεύθυνση».
3. Στο άρθρο 46 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Εάν ελλείπει η έκθεση της περίπτωσης δ της παραγράφου 1 του άρθρου 45 του παρόντος κώδικα, δεν ορίζεται δικάσιμος μέχρις ότου συμπληρωθεί το δικόγραφο».

Άρθρο 52
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 189 του ΚΔΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο εισηγητής συντάσσει και παραδίδει το σχέδιο της απόφασης σε ηλεκτρονική μορφή το οποίο περιλαμβάνει το ιστορικό, το σκεπτικό και το διατακτικό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο. Το σχέδιο υπογράφεται, στις πολυμελείς συνθέσεις, από τον εισηγητή και τον πρόεδρο, ενώ στις μονομελείς από τον δικαστή που δίκασε την υπόθεση. Στο σχέδιο, αν πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, τίθεται και η χρονολογία της διάσκεψης».
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 189 του ΚΔΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο δικαστής παραδίδει το πρωτότυπο της απόφασης σε ηλεκτρονική μορφή με το περιεχόμενο που προβλέπεται στο επόμενο άρθρο. Η απόφαση απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση».

Άρθρο 53
Δικαιούμενοι στην άσκηση αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση
1. Οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, εκτός από το Δημόσιο και δημόσια νομικά πρόσωπα τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έλαβαν μέρος σε διοικητική δίκη μπορεί να ζητήσει με αίτηση δίκαιη ικανοποίηση προβάλλοντας ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε αδικαιολόγητα και συγκεκριμένα ότι διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη.
2. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών.

Άρθρο 54
Αρμόδιο συμβούλιο
για την καθυστέρηση εκδίκασης υποθέσεων
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας
1. Η αρμοδιότητα προς εξέταση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανατίθεται σε Τριμελές Συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
2. Το Τριμελές Συμβούλιο της ως άνω παραγράφου συγκροτείται από έναν αρεοπαγίτη, ως πρόεδρο, ένα σύμβουλο επικρατείας και ένα σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως μέλη.
3. Τα μέλη του Τριμελούς Συμβουλίου, με τους αναπληρωτές τους, υποδεικνύονται από τον πρόεδρο του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τα μέλη του Τριμελούς Συμβουλίου ορίζονται για θητεία δύο ετών η οποία μπορεί να ανανεωθεί για μια φορά. Παύουν αυτοδικαίως να κατέχουν τις θέσεις αυτές αν στερηθούν με οποιονδήποτε τρόπο την ιδιότητα υπό την οποία τοποθετήθηκαν.
4. Ο πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου μπορεί να ορίζει για την επικουρία των μελών αυτής εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
5. Το Τριμελές Συμβούλιο συνεδριάζει στο Συμβούλιο της Επικρατείας όπου εδρεύει και η γραμματεία του.
6. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα της διαδικασίας, της λειτουργίας καθώς και της γραμματείας του Τριμελούς Συμβουλίου.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζεται η αποζημίωση που χορηγείται κατά συνεδρίαση στα μέλη του Τριμελούς Συμβουλίου του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, στα επίκουρα μέλη καθώς και στο γραμματέα.
Άρθρο 55
Αρμόδια συμβούλια
για την καθυστέρηση εκδίκασης υποθέσεων
ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων
1. Η αρμοδιότητα προς εξέταση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υποθέσεων ενώπιον των διοικητικών εφετείων, ανατίθεται σε Τριμελές Συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το Τριμελές Συμβούλιο αποτελείται από τον πρόεδρο του Τμήματος ή τον αναπληρωτή αυτού του Τμήματος στην ύλη του οποίου υπάγεται η υπόθεση για την οποία ζητείται δίκαιη ικανοποίηση, ένα σύμβουλο και ένα πάρεδρο ο οποίος μετέχει με αποφασιστική ψήφο. Ο πρόεδρος ορίζει ως εισηγητή σύμβουλο ή πάρεδρο.
2. Η αρμοδιότητα προς εξέταση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υποθέσεων ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων, ανατίθεται σε Τριμελές Συμβούλιο του οικείου διοικητικού εφετείου, το οποίο αποτελείται από έναν πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες που ορίζονται από τον πρόεδρο της τριμελούς διεύθυνσης του διοικητικού εφετείου ή τον δικαστή που διευθύνει το διοικητικό εφετείο.

Άρθρο 56
Αίτηση
1. Η αίτηση ασκείται εντός προθεσμίας έξι μηνών από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης,
2. Η αίτηση κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση και περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση κατοικίας εκείνου που την ασκεί, χρονολογία, υπογραφή καθώς και την ηλεκτρονική διεύθυνση ή τον αριθμό τηλεφώνου ή του τηλεομοιοτύπου (φαξ) του αιτούντος ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Επίσης στην αίτηση αναγράφονται τα στοιχεία της παρ. 2 του άρθρου 5 του παρόντος. Η αίτηση κοινοποιείται με επιμέλεια του αιτούντος, με κάθε πρόσφορο μέσο στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Το δικαστήριο διαβιβάζει αμελλητί την αίτηση μαζί με τη δικογραφία στο αρμόδιο Συμβούλιο. Σε περίπτωση που έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της ως άνω απόφασης και η δικογραφία έχει διαβιβαστεί σε άλλο δικαστήριο, διαβιβάζονται αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων στο αρμόδιο Συμβούλιο με μέριμνα του δικαστηρίου στο οποίο βρίσκεται η δικογραφία.
3. Η αίτηση υπογράφεται από δικηγόρο. Αίτηση, που υπογράφεται μόνο από τον αιτούντα, θεωρείται ότι έχει νομίμως ασκηθεί, εφόσον παρίσταται δικηγόρος κατά τη συζήτησή της.
Άρθρο 57
Διαδικασία
1. Μετά την κατάθεση της αίτησης, ο πρόεδρος ορίζει, με πράξη του, εισηγητή ένα από τα μέλη του Συμβουλίου καθώς και την ημέρα και ώρα συζήτησης της αίτησης, η οποία δεν μπορεί να απέχει από την κατάθεση ή την παραλαβή της πλέον των τριών μηνών. Η πράξη προσδιορισμού γνωστοποιείται στον αιτούντα ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του και στον Υπουργό Οικονομικών με φροντίδα του γραμματέα σαράντα πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της συζήτησης, με τηλεομοιοτυπία ή άλλο πρόσφορο μέσο εφόσον το γεγονός τούτο αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία πρέπει να φέρει χρονολογία και την υπογραφή του γραμματέα.
2. Ο αιτών μνημονεύει στην αίτησή του το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αναφέρει τις αναβολές που τυχόν δόθηκαν με πρωτοβουλία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, περιγράφει συνοπτικά τα ανακύψαντα νομικά ή πραγματικά ζητήματα, λαμβάνει θέση επί της πολυπλοκότητας αυτών και προσκομίζει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία προς απόδειξη των ανωτέρω.
3. Το Ελληνικό Δημόσιο απαντά επί των προβαλλομένων λόγων περί υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τη δικονομική συμπεριφορά του αιτούντος κατά την εξέλιξη της δίκης, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει αναγκαίο για τη διάγνωση της υπόθεσης.
4. Ο αιτών παρίσταται ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου και το Δημόσιο με μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους κατά τις διέπουσες τη λειτουργία του διατάξεις. Η συζήτηση των υποθέσεων γίνεται δημόσια και η ανάπτυξή τους προφορικώς ή και εγγράφως. Κατά τη συζήτηση τηρούνται συνοπτικά πρακτικά από το γραμματέα. Για την παράσταση του αιτούντος, ο πληρεξούσιος δικηγόρος καταβάλλει ένσημα παράστασης και γραμμάτιο προείσπραξης που καθορίζει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.
5. Η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν μέχρι την συζήτησή της δεν προσκομισθεί αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Επί απορρίψεως της αιτήσεως, το αρμόδιο Συμβούλιο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, επιβάλλει υπέρ του Δημοσίου δαπάνη, ανερχόμενη έως και στο πενταπλάσιο του ύψους του παραβόλου. Το παράβολο ορίζεται σε εκατό (100) ευρώ και το ύψος του δύναται να αναπροσαρμόζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
6. Η απόφαση του Συμβουλίου εκδίδεται εντός έξι μηνών από τη συζήτηση της αίτησης.
Άρθρο 58
Κριτήρια για την επιδίκαση δίκαιης ικανοποίησης
1. Το αρμόδιο Συμβούλιο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας, ιδίως, τα εξής: α) τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία παραπονείται ότι η διάρκειά της υπερέβη την εύλογη διάρκεια, β) την πολυπλοκότητα των τιθεμένων νομικών ζητημάτων, γ) τον αριθμό των αναβολών που χορήγησε το δικαστήριο είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ αίτηση των διαδίκων, δ) την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων και εν γένει τις ενέργειες στις οποίες προέβη το δικαστήριο για τη διάγνωση της υπόθεσης, δ) την ύπαρξη εκκρεμών δικών με όμοιο περιεχόμενο ενώπιον ανωτέρων ή ανωτάτων δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της δίκης ε) την υποβολή ή μη αίτησης επιτάχυνσης.
2. Το αρμόδιο Συμβούλιο, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου καθώς και την τυχόν ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις.
3. Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης το αρμόδιο Συμβούλιο επιβάλλει στο Δημόσιο τα έξοδα του αιτούντος, που συνίστανται στην αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου για τη σύνταξη της αίτησης, καθώς και για την παράσταση στη συζήτηση, όπως η αμοιβή αυτή ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα διατίμηση του Κώδικα Δικηγόρων. Αν το Συμβούλιο απορρίψει την αίτηση ως προφανώς απαράδεκτη ή αβάσιμη μπορεί να επιβάλει στον αιτούντα, εκτιμώντας τις περιστάσεις, ως δαπάνη του Δημοσίου ποσό έως και το δεκαπλάσιο του ύψους του παραβόλου.

Άρθρο 59
Εκτέλεση της απόφασης
1. Η απόφαση με την οποία επιδικάζεται το χρηματικό ποσό της αποζημίωσης εκτελείται κατά τις οικείες περί εντάλματος πληρωμής διατάξεις εντός έξι μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στο Υπουργό Οικονομίας. Η είσπραξη του ποσού αυτού μπορεί να επιτευχθεί και με αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου η οποία γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτού. Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου επιτρέπεται μετά την παρέλευση των έξι μηνών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομίας.
2. Για την κάλυψη της δαπάνης προς δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων, λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, εγγράφεται κατ’ έτος ειδική πίστωση στον κρατικό προϋπολογισμό, σε περίπτωση δε που δεν έχει εγγραφεί σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό ή η εγγεγραμμένη είναι ανεπαρκής ή έχει εξαντληθεί τηρείται η κατά τις οικείες διατάξεις διαδικασία εγγραφής ή μεταφοράς πίστωσης.

Άρθρο 61
Αίτηση επιτάχυνσης στην ακυρωτική δίκη
Στο π.δ. 18/1989 προστίθεται άρθρο 33Α με τίτλο «αίτηση επιτάχυνσης» ως εξής:
«1.Με αίτηση οποιουδήποτε από τους διαδίκους προς το δικαστήριο, μπορεί να ζητηθεί η επιτάχυνση της εκδίκασης της υπόθεσης για τους εξής λόγους:
α) Η υπόθεση δεν έχει συζητηθεί για διάστημα μεγαλύτερο των 30 μηνών από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου.
β) Τα ζητήματα τα οποία τίθενται με το ένδικο βοήθημα ή μέσο εμφανίζουν γενικότερο ενδιαφέρον, έχοντας συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων ή έχουν επιλυθεί με αποφάσεις του ίδιου ή ανώτερου δικαστηρίου
γ) Στο δικαστήριο που υποβάλλεται η αίτηση, εκκρεμούν υποθέσεις για τα ίδια ακριβώς ζητήματα.
δ) Για όλως εξαιρετικούς λόγους που αφορούν το αιτούν φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
2. Αιτήσεις οι οποίες δεν τεκμηριώνονται στη βάση συγκεκριμένων λόγων και στοιχείων απορρίπτονται ως αόριστες.
3. Αίτηση επιτάχυνσης μπορεί να υποβάλει και ο Υπουργός ο οποίος εποπτεύει το νομικό πρόσωπο που είναι διάδικο επικαλούμενος λόγους δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι επιβάλλουν την ταχεία εκδίκαση της υπόθεσης.
4. Ο πρόεδρος του οικείου τμήματος ή ο αναπληρωτής του αποδέχεται ή απορρίπτει την αίτηση εκτιμώντας κυρίως τις ανάγκες και τον φόρτο του δικαστηρίου καθώς και τις τυχόν προηγούμενες καθυστερήσεις στην εκδίκαση της υπόθεσης σε προηγούμενους βαθμούς ή στάδια της διαδικασίας.
5. O λόγος του εδαφίου α) της παραγράφου 1 μπορεί να προβληθεί για ένδικα βοηθήματα ή μέσα τα οποία ασκούνται μετά την 16η Σεπτεμβρίου 2012 και εφόσον γίνει δεκτός η δικάσιμος ορίζεται υποχρεωτικά εντός εξαμήνου από την αποδοχή της αίτησης επιτάχυνσης, εκτός αν ο διάδικος που αιτείται την επιτάχυνση συνέβαλε στην παράταση της εκκρεμοδικίας. Αναβολή της συζήτησης επιτρέπεται μόνο μία φορά για σπουδαίο λόγο σε δικάσιμο η οποία δεν μπορεί να απέχει πάνω από ένα τρίμηνο από την ορισθείσα με την πράξη επί της αίτησης επιτάχυνσης
6. Για μια πενταετία, η οποία αρχίζει από την 16η Σεπτεμβρίου 2012, ο προσδιορισμός και η συζήτηση των εισαγομένων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων εντός τριάντα μηνών από την κατάθεσή τους, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1/3 των υποθέσεων κάθε δικασίμου».

Άρθρο 62
Αίτηση επιτάχυνσης στην διοικητική δίκη ουσίας
1. Μετά το άρθρο 127 του ν. 2717/1999 προστίθεται άρθρο 127 Α με τίτλο « αίτηση επιτάχυνσης – προτίμησης»:
«1.Με αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου προς το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο, μπορεί να ζητηθεί η επιτάχυνση της εκδίκασης της υπόθεσης για τους εξής λόγους:
α) Η υπόθεση δεν έχει συζητηθεί για διάστημα μεγαλύτερο των 30 μηνών από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου.
β) Τα ζητήματα τα οποία τίθενται με το ένδικο βοήθημα ή μέσο εμφανίζουν γενικότερο ενδιαφέρον, έχοντας συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων ή έχουν επιλυθεί με αποφάσεις του ίδιου ή ανώτερου δικαστηρίου
γ) Στο δικαστήριο που υποβάλλεται η αίτηση ,εκκρεμούν υποθέσεις για τα ίδια ακριβώς ζητήματα.
δ) Για όλως εξαιρετικούς λόγους που αφορούν το αιτούν φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
2. Αιτήσεις οι οποίες δεν τεκμηριώνονται στη βάση συγκεκριμένων λόγων και στοιχείων απορρίπτονται ως αόριστες.
3. Αίτηση επιτάχυνσης μπορεί να υποβάλει και ο Υπουργός ο οποίος εποπτεύει το νομικό πρόσωπο που είναι διάδικο επικαλούμενος λόγους δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι επιβάλλουν την ταχεία εκδίκαση της υπόθεσης.
4. Για την αποδοχή ή την απόρριψη της αιτήσεως αρμόδιος να αποφανθεί είναι ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος απ’ αυτούς δικαστής, εκτιμώντας κυρίως τις ανάγκες και τον φόρτο του δικαστηρίου καθώς και τις τυχόν προηγούμενες καθυστερήσεις στην εκδίκαση της υπόθεσης σε προηγούμενους βαθμούς ή στάδια της διαδικασίας. Εφόσον η αίτηση γίνει δεκτή ,ορίζεται δικάσιμος κατά το δυνατόν σε σύντομο χρόνο.
5. O λόγος του εδαφίου α) της παραγράφου 1 μπορεί να προβληθεί για ένδικα βοηθήματα ή μέσα τα οποία ασκούνται μετά την 16η Σεπτεμβρίου 2012 και εφόσον γίνει δεκτός, η δικάσιμος ορίζεται υποχρεωτικά εντός εξαμήνου από την αποδοχή της αίτησης επιτάχυνσης, εκτός αν ο διάδικος που αιτείται την επιτάχυνση συνέβαλε στην επιμήκυνση της εκκρεμοδικίας. Αναβολή της συζήτησης επιτρέπεται μόνο μία φορά για σπουδαίο λόγο σε δικάσιμο η οποία δεν μπορεί να απέχει πάνω από ένα τρίμηνο από την ορισθείσα με την πράξη επί της αίτησης επιτάχυνσης
6. Για μια πενταετία, η οποία αρχίζει από την 16η Σεπτεμβρίου 2012, ο προσδιορισμός και η συζήτηση των εισαγομένων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων εντός τριάντα μηνών από την κατάθεσή τους, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1/3 των υποθέσεων κάθε δικασίμου».


Share  

 

This post is tagged: , , , , , , , , , ,