Η επιβάρυνση του νόμιμου κομιστή επιταγής με τα «έξοδα σφράγισης» αυτής- Σχόλιο επί της ΕιρΘεσ 1524/2008

Η συγκεκριμένη απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης έρχεται να προστεθεί σε μια πλούσια ήδη νομολογία των Δικαστηρίων της χώρας μας αναφορικά με το κρίσιμο και επίκαιρο ζήτημα του κύρους των Γενικών Όρων των Συναλλαγών συγκεκριμένα στο πεδίο των τραπεζικών συμβάσεων .

Σταχυολογώντας ενδεικτικές δικαστικές αποφάσεις τόσο επί ατομικών όσο επί συλλογικών αγωγών, δεν εντοπίσαμε κάποια όμοια περίπτωση επιβολής «εξόδων σφράγισης» ακάλυπτης επιταγής στο νόμιμο κομιστή αυτής, εντούτοις όμως το σκεπτικό της αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης ακολουθεί την αιτιολογία και το δικανικό συλλογισμό παρεμφερών αποφάσεων που έχουν κρίνει επί της επιβολής «εξόδων» άλλης μορφής, των αποκαλούμενων συλλήβδην «εξόδων φακέλου, νομικού και τεχνικού ελέγχου» αλλά και των εξόδων κίνησης και τήρησης τραπεζικού λογαριασμού καταθέσεως καθώς και σχετικά με την κατάθεση χρημάτων από τον οφειλέτη στον τραπεζικό λογαριασμό του δανειστή του και την προμήθεια που η τράπεζα αξιώνει γι’ αυτό.

Η παρούσα απόφαση εκτιμώντας κατ’ αρχήν ότι πρόκειται για γενικό όρο των συναλλαγών έκρινε ότι είναι άκυρος εξαιτίας της αοριστίας ως προς την επιβολή του, αφού δεν εξειδικεύει η τράπεζα ποια ακριβώς είναι αυτά τα έξοδα σφράγισης και εάν το ύψος τους δικαιολογεί τη συγκεκριμένη χρέωση.

Στις περιπτώσεις επιβάρυνσης δανειοληπτών με τα έξοδα φακέλου, νομικού και τεχνικού ελέγχου, οι τράπεζες ισχυρίστηκαν ότι το ποσό που αξίωναν από τους δανειολήπτες αποτελούσε ουσιαστική κάλυψη των πραγματικών εξόδων τους με αφορμή το συγκεκριμένο δάνειο, για τη μελέτη του φακέλου και του αιτήματος για τη χορήγηση του δανείου αλλά και για το νομικό και τεχνικό έλεγχο της φερεγγυότητας του δανειολήπτη και των ασφαλειών που αυτός προσέφερε ,και όχι προμήθεια η αμοιβή για κάποια υπηρεσία.

Ακολούθως οι εν λόγω ισχυρισμοί απορρίφθηκαν από τα Δικαστήρια ως αβάσιμοι με το αιτιολογικό ότι τα έξοδα αυτά στα οποία προέβαιναν οι τράπεζες(έξοδα δικηγόρου, μηχανικού, προσημείωσης, υποθηκοφύλακα κτλ) είναι αφενός ανεξάρτητα της παραπάνω επιβάρυνσης και αφετέρου γιατί οι τράπεζες δεν είχαν προσκομίσει αποδείξεις από τις οποίες προέκυπτε η απόδοση των ως άνω ποσών στους δικαιούχους αυτών .

Έτσι και εν προκειμένω η τράπεζα σε πρώτο επίπεδο για να αποφύγει το σκόπελο της αοριστίας της επιβάρυνσης θα έπρεπε κατ’ αρχήν να εξειδικεύει κατά τρόπο προφανώς συγκεκριμένο και ακραιφνώς προσδιορισμένο τη δικαιολογητική βάση για την οποία ζητά το εν λόγω ποσό ως «έξοδα σφράγισης» και ακολούθως να αποδεικνύει πώς προκύπτει το απαιτούμενο πραγματικό ποσό. Πρόκειται εμμέσως για εφαρμογή της γενικής αρχής της διαφάνειας που διαπερνά το ν.2251/1994 και η οποία απαιτεί σαφή και προφανή αιτία και ύψος ποσού που αξιώνεται από τον καταναλωτή-πελάτη προκειμένου να είναι νόμιμη η αξίωση αυτή από τον προμηθευτή-τράπεζα.

Για να αντιμετωπίσει η τράπεζα το εν λόγω δικονομικό εμπόδιο θα έπρεπε από τη μια πλευρά να προσκομίσει αποδείξεις ίσες με το ύψος της επιβάρυνσης του πελάτη με το ποσό των 35 ευρώ, αποδείξεις εκδιδόμενες από πρόσωπα τα οποία θα δικαιολογούσαν την απόληψη του ποσού αυτού. Η τράπεζα συγκεκριμένα θα έπρεπε επίσης να αποδείξει ότι τα έξοδα για τη σφράγιση της επιταγής οφείλονται στην επιχειρηματική της δραστηριότητα για τη σφράγιση της επιταγής έτσι ώστε να της επιτρεπόταν να μετακυλίσει ουσιαστικά κατ’ αυτόν τον τρόπο τα εν προκειμένω έξοδα στον πελάτη-καταναλωτή. Στην παρούσα περίπτωση βέβαια δεν είναι ευχερής η αποδεικτική διαδικασία από την πλευρά της τράπεζας αναφορικά με την αιτιολόγηση τόσο του ύψους όσο και της πραγματικής αιτίας επιβάρυνσης του νόμιμου κομιστή της επιταγής με τα «έξοδα» αυτά, το πάγιο ποσοστό προμήθειας όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο της τράπεζας, αφού η επιβάρυνση αυτή δε δύναται λυσιτελώς να θεμελιωθεί σε παροχή συγκεκριμένης νομικής ή τεχνικής υπηρεσίας ή ελέγχου εκ μέρους της τράπεζας ούτε ακόμη σε κάποιο συγκεκριμένο λειτουργικό έξοδο στο οποίο προβαίνει η τράπεζα. Πρόκειται για εκ του νόμου περί επιταγής υποχρέωση της τράπεζας να βεβαιώσει επί του σώματος αυτής τη μη πληρωμή της λόγω έλλειψης κάλυψης από την πλευρά του εκδότη της, και η οποία είναι απαραίτητη προκειμένου να προβεί ο νόμιμος κομιστής της σε περαιτέρω ενέργειες προκειμένου να απολαύσει τα δικαιώματά του τα απορρέοντα από το αξιόγραφο.

Η ακυρότητα του όρου της επιβάρυνσης θα μπορούσε ίσως να θεμελιωθεί και στις γενικές διατάξεις των άρθρων 178-179 ΑΚ ως αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη αλλά και εξαιτίας της φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής μέσω της εκμετάλλευσης της ανάγκης ουσιαστικά του αντισυμβαλλόμενου νόμιμου κομιστή ικανοποιήσεώς του από την αξιογραφική σχέση, και εν τέλει στη γενική ρήτρα περί καταχρηστικότητας του άρθρου 281 ΑΚ.

Ερευνητέο εν προκειμένω είναι το αν θα μπορούσε η ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου να θεμελιωθεί αυτοτελώς και μόνο στην περίπτωση του per se καταχρηστικού, κατά αμάχητο τεκμήριο, όρου του άρθρου 2§7 περ. ια του ν.2251/94. Για την επέλευση βέβαια των εννόμων συνεπειών της διατάξεως αυτής απαιτείται η σωρευτική συνδρομή δύο προϋποθέσεων: αφενός μεν αοριστία τιμήματος χωρίς σπουδαίο λόγο αφετέρου δε μη δυνατότητα προσδιορισμού του με εύλογα και ρητώς περιγραφόμενα στη σύμβαση κριτήρια.

Σίγουρα πάντως εν προκειμένω υπάρχει αντίθεση και παραβίαση της γενικής ρήτρας του άρθρου 2§6 τουν.2251/1994, αφού ο όρος της ανωτέρω επιβάρυνσης έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή- νόμιμου κομιστή της επιταγής λαμβανομένων υπόψη της φύσης των αγαθών/υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σκοπό της, τις ειδικές συνθήκες αναφορικά με τη σύναψή της και λοιπές ρήτρες αυτής ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Με την επιβάρυνση του νόμιμου κομιστή της επιταγής με τα «έξοδα σφράγισης», αυτός αιφνιδιάζεται και διαψεύδονται οι τυπικά και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του, αφού εύλογα πιστεύει πως σε περίπτωση μη πληρωμής ακάλυπτης επιταγής έχει το εκ του νόμου δικαίωμα να ζητήσει τη βεβαίωση του γεγονότος αυτού επί του σώματος της επιταγής χωρίς να οφείλει για την πράξη αυτή την πληρωμή κάποιου ποσού στην τράπεζα. Παράλληλα, καλόπιστα και βάσιμα επίσης θεωρεί πως εάν οφείλεται κάποιο ποσό ως προμήθεια, υπόχρεος είναι ο εκδότης που δεν έχει διαθέσιμα στο λογαριασμό του παραβιάζοντας τη σύμβαση επιταγής που έχει συνάψει με την τράπεζα. Ειδικότερα:

Σύμφωνα με το άρθρο 40 του ν. 5960/1933, ο κομιστής επιταγής προκειμένου να ασκήσει τα αναγωγικά του δικαιώματα κατά των οπισθογράφων, του εκδότη και τυχόν άλλων υποχρέων σε περίπτωση έγκαιρης εμφάνισης και άρνησης πληρωμής της επιταγής θα πρέπει η άρνηση πληρωμής να βεβαιώνεται διαζευκτικά είτε με δημόσιο έγγραφο είτε με δήλωση του πληρωτή επί της επιταγής ή με βεβαίωση συμψηφιστικού γραφείου. Πρακτικά βέβαια πέραν του ότι έχει καταργηθεί το διαμαρτυρικό, δεν συντάσσονταν ουδέποτε επί απλήρωτης επιταγής, ενώ ποτέ δε λειτούργησαν τα συμψηφιστικά γραφεία. Μόνη λοιπόν οδός που απομένει είναι αυτή της σφράγισης της επιταγής από την πληρώτρια τράπεζα.

Επομένως πρόκειται για εκ του νόμου υποχρέωση της τράπεζας να σφραγίσει την επιταγή σε περίπτωση μη πληρωμής της λόγω έλλειψης διαθεσίμων και δεν εγκαθιδρύεται ούτε κάποια σύμβαση έργου ή εντολής μεταξύ της τράπεζας και του νόμιμου κομιστή επιταγής- πελάτη αυτής ώστε η τράπεζα να αξιώνει αμοιβή για την υπηρεσία που παρέχει .

Εν προκειμένω λοιπόν ενδεχομένως η τράπεζα θα μπορούσε να θεμελιώσει την αξίωσή της περί απολήψεως είδους «προμήθειας», στο άρθρο 45 περ. 3 του ν. 5960/1933, στο οποίο αναφέρεται ότι ο κομιστής μπορεί να απαιτήσει από αυτόν κατά του οποίου στρέφεται αναγωγικά το ποσό της επιταγής και τους τόκους αλλά και τυχόν έξοδα διαμαρτυρικού ή ισοδύναμης βεβαιώσεως περί μη πληρωμής. Και στην περίπτωση αυτή όμως για να μην πάσχει από αοριστία η επιβάρυνση των εξόδων θα πρέπει να πληρούνται όλες οι ανωτέρω αναφερόμενες προϋποθέσεις και να μην επιβάλλονται τα έξοδα κατά τρόπο αυθαίρετο και αναιτιολόγητο ούτε βέβαια το ύψος αυτών να είναι αδικαιολόγητα υψηλό.

Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί βέβαια για οιονδήποτε λόγο νόμιμη η επιβάρυνση είτε του νόμιμου κομιστή είτε του εκδότη ακάλυπτης επιταγής με τα «έξοδα σφράγισης αυτής», η αξίωση από την πλευρά της τράπεζας για διπλή απόληψη του ιδίου ως άνω ποσού και από τις δύο μεριές είναι σίγουρα καταχρηστική ενώ ταυτόχρονα οδηγεί σε πλουτισμό της τράπεζας για την ίδια αιτία από δύο διαφορετικές πηγές, γεγονός που απαγορεύεται και βάσει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Τέλος να σημειώσουμε ότι η παρούσα απόφαση δεν ασχολείται με το επιτρεπτό ή μη της επιβάρυνσης του εκδότη με τα έξοδα παρά μόνο κρίνει ως μη νόμιμη την επιβάρυνση του νόμιμου κομιστή με αυτά. Παρόλα αυτά όμως είναι πράγματι ζήτημα έρευνας το εάν είναι νόμιμη ακόμη και αυτή η ίδια η επιβάρυνση του εκδότη με τέτοιου είδους έξοδα δεδομένης της φύσης και του σκοπού της σύμβασης επιταγής που συνάπτεται μεταξύ πελάτη-τράπεζας.

Πράγματι η σύμβαση της επιταγής δημιουργεί ενοχικό δεσμό μεταξύ τράπεζας- πληρωτή και εκδότη-πελάτη, σύμβαση που αποτελεί τμήμα ευρύτερης συμβάσεως που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σύμβαση τραπεζικών δοσοληψιών εν γένει, ενώ προϋποθέτει συνήθως ήδη ή ταυτοχρόνως συναπτόμενη σύμβαση καταθέσεως ή πιστώσεως. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια σχέση εμπιστοσύνης αναμφισβήτητα μεταξύ των δύο συμβαλλομένων μερών , σχέση που δικαιολογεί την παροχή ενός πλέγματος υπηρεσιών παρεπόμενων ή δευτερευουσών κατά μία έννοια.

Η έρευνα που πραγματοποιεί η τράπεζα στον τηρούμενο λογαριασμό του πελάτη για την ύπαρξη ή όχι καλύμματος εν τέλει που προηγείται και ακολουθεί σε περίπτωση αρνητικής απάντησης η σφράγιση της επιταγής κατά την άποψή μου δεν αποτελεί παρά τμήμα του πλέγματος της σύμβασης επιταγής, υπηρεσία τρόπον τινά που η τράπεζα οφείλει να πραγματοποιήσει μέσα στα όρια που θέτει το άρθρο 288 ΑΚ , χωρίς να αξιώνει για αυτήν την πράξη κέρδος ουσιαστικά. Άλλωστε δικαιοπολιτικά και αναλογιζόμενοι την οικονομική αξία της επιταγής ως αξιογράφου και τελικά τη σύμβαση περί επιταγής καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η τράπεζα επωφελείται από αυτήν αφού το χρήμα κυκλοφορεί «αξιογραφικά» και όχι ως μετρητά, με αποτέλεσμα να μπορεί η τράπεζα να αξιοποιεί τα κατατεθειμένα σε αυτήν κεφάλαια κατά εξυπηρέτηση των συμφερόντων της.

Τέλος θα μπορούσαμε ίσως να αναφέρουμε ότι η υπό κρίση επιβάρυνση και κυρίως το ύψος αυτής θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν εάν ήταν προϊόν ατομικής διαπραγμάτευσης και εκ των προτέρων αποδοχής από τον νόμιμο κομιστή αυτής και η καταβολή του ποσού αυτού είχε γίνει αφού η εναγόμενη θα είχε εξηγήσει επακριβώς στον νόμιμο κομιστή ότι καλύπτει συγκεκριμένη ενέργεια και δαπάνη της εναγόμενης τράπεζας .

Κλείνοντας το παρόν σχόλιο, άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι η παρούσα απόφαση απέρριψε το αίτημα περί επιδικάσεως αποζημιώσεως λόγω ηθικής βλάβης, καθώς έκρινε ότι βάσει των πραγματικών περιστατικών που αφορούν μάλιστα και το σύνολο των καταναλωτών της εναγομένης δε συνιστούν προσβολή κάποιου αγαθού της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής ή κοινωνικής ατομικότητάς του .

Στην περίπτωση τώρα συλλογικής αγωγής και αιτήματος της ενώσεως των καταναλωτών περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, αυτή έχει χαρακτήρα κυρωτικό και όχι αποκαταστατικό, με περιεχόμενο εντελώς διαφορετικό από αυτό του άρθρου 932 ΑΚ αφού τα κριτήρια για τον καθορισμού του ύψους της αφορούν τον υπόχρεο και όχι το δικαιούχο, ενώ στρέφεται κατά προμηθευτή που έχει επιδείξει αντικαταναλωτική συμπεριφορά .

Δικαίως λοιπόν και απορρίφθηκε το αίτημα περί επιδικάσεως αποζημιώσεως λόγω ηθικής βλάβης καθώς δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις ούτε των διατάξεων των άρθρων 57-59 ΑΚ αλλά και ούτε του άρθρου 932 ΑΚ, βάσει των οποίων περιοριστικά κατά τον ΑΚ δυνατόν να αιτηθεί τέτοιας μορφής χρηματική ικανοποίηση και οι οποίες εφαρμόζονται επί ατομικών αγωγών.

Απόφαση Ειρηνοδικείου

Ειρήνη Α. Πατσιά

Δημοσιευμένο στο «ΕΝΩΠΙΟΝ», τ. Μάρτιος – Απρίλιος 2009, σελ. 41.

 

[1] Βλ. γενικά ενδεικτική νομολογία για ΓΟΣ, ΠΠρΘεσ 31919/2007, Αρμ2008, 244επ., ΕφΑθ 776/2006, ΕλλΔνη2006, 1499επ., ΑΠ430/2005, ΔΕΕ2005, 460επ., ΑΠ 752/2006, ΝοΒ2007, 852επ., ΠΠρΑθ 961/2007, NOMOS, όπου παράθεση και ενδεικτικού καταλόγου άκυρων και καταχρηστικών ΓΟΣ, ΑΠ 1291/2001, ΔΕΕ2001, 1128επ.

[2] Βλ. ειδικότερη ανάλυση επί του ζητήματος, Σπύρος Ψυχομάνης, Οι Γενικοί Όροι στις τραπεζικές συμβάσεις, ΕΕμπΔ98, 887επ.

[3] Βλ. και ενδεικτική βιβλιογραφία επί του θέματος, Γιώργος Δέλλιος, Νομολογιακές εξελίξεις σχετικά με τον έλεγχο του περιεχομένου των όρων τω τραπεζικών πιστωτικών συμβάσεων, ΕπισκΕΔ2005, 3επ., του ιδίου, Τομές της σύγχρονης αρεοπαγητικής νομολογίας στα ζητήματα του συλλογικού ελέγχου των γενικών όρων καταναλωτικών συμβάσεων (Σκέψεις με αφορμή την ΑΠ1219/2001), ΕλλΔνη2001,1495επ.

[4] Βλ. και ενδεικτική νομολογία, ΕιρΑθ 726/2004, NOMOS, παράνομη και καταχρηστική επιβολή διαχειριστικών εξόδων, ενώ επί της ουσίας πρόκειται για προμήθεια για χορήγηση στεγαστικού δανείου, βλ. και ΕφΑθ 5253/2003, ΕΕμπΔ2003, 643επ., ακυρότητα και καταχρηστικότητα εξόδων χρηματοδότησης και προμήθειας φακέλου

[5] Βλ. και εκτενής ανάλυση Ιωάννης Πιτσιρίκος, Γενικοί Όροι Τραπεζικών Συμβάσεων περί εξόδων προεξόφλησης, εξόδων χρηματοδότησης και εισφοράς του Ν.128/1975, ΔΕΕ2004, 633επ.

[6] Βλ. συγκεκριμένα και ειδικότερα ΕιρΑθ 2589/2003, NOMOS, σύμβαση ανοίγματος λογαριασμού καταθέσεων, καταχρηστικός και άκυρος ο όρος ότι ο λογαριασμός χρεώνεται με έξοδα τηρήσεως ή κινήσεως αυτού, ΕφΑθ 3956/2008, ΔΕΕ2009, 837 επ., ΕφΑθ 6291/2000, ΔΕΕ2000, 1122 επ., ΕφΑΘ 6291/2000, ΔΕΕ2000, 1122επ., ΠΠρΑθ 711/2007, NOMOS, ΠΠρΑθ 1208/1998, NOMOS, αλλά και ενδεικτική βιβλιογραφία, Ιάκωβος Βενιέρης, Έξοδα κίνησης και τήρησης τραπεζικού  λογαριασμού καταθέσεως- Η επιβάρυνση του καταναλωτή και ο έλεγχος του σχετικού όρου κατά το Ν.2251/1994,ΕΕμπΔ2004, 717επ.

[7] Βλ. εκτενέστερη ανάλυση, Ιάκωβος Ε. Βενιέρης, Η επιβάρυνση του δανειολήπτη με τα έξοδα φακέλου, νομικού και τεχνικού ελέγχου, ΧρΙΔ2007, 589επ.

[8] Βλ. και ΕφΑθ 1558/2007, ΕλλΔνη2007, 902επ., όπου έλεγχος από την άποψη της αρχής της διαφάνειας πραγματοποιείται κυρίως όταν γίνεται επιβολή επιβαρύνσεων χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση του πελάτη-καταναλωτή ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο, βλ. και ΑΠ430/2005, ΔΕΕ2005, 460επ., στην οποία θεμελίωση βασικών στοιχείων της αρχής της διαφάνειας

[9] Βλ. και ΕιρΘες 1797/2007, Αρμ2007, 741 επ, καταχρηστικός και άκυρος ο γενικός όρος συναλλαγής που υποχρεώνει τον δανειολήπτη σε καταβολή στην τράπεζα πρόσθετης επιβάρυνσης για «έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων» καθώς και για «διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα» που όμως αναφέρονται στη σύμβαση δανείου γενικά και αόριστα χωρίς εξειδίκευση των δαπανών της τράπεζας στις οποίες αυτά αντιστοιχούν

[10] Βλ. και αναφορικά με το ζήτημα ενδεικτική βιβλιογραφία, Γεώργιος Δέλλιος, Ο κρίσιμος βαθμός διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας για τον έλεγχο του περιεχομένου γενικών όρων συναλλαγών (Σκέψεις με αφορμή τη μερική αναδιατύπωση της γενικής ρήτρας του άρθρου 2§6 ν.2251/1994 από το άρθρο 10§24 στοιχ.β’ ν.2741/1999), Αρμ2000, 1181επ.

[11] Βλ. για πότε υπάρχει ή όχι απόκλιση από τυπικά και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες πελάτη και ΕιρΘεσ 5985/2006, Αρμ2006, 1739 επ., ΑΠ 15/2007, ΕΕμπΔ2008, 609επ.

[12] Σαφής διαφοροποίηση βέβαια από την έλλειψη εν γένει υποχρέωσης προς πληρωμή εκ μέρους της τράπεζας

[13] Βλ. ειδικά εκτενής ανάλυση επί παρεμφερούς ζητήματος, Ιάκωβος Βενιέρης, Κατάθεση χρημάτων από τον οφειλέτη στον τραπεζικό λογαριασμό του δανειστή του- Ο έλεγχος της προμήθειας της τράπεζας, Σκέψεις με αφορμή την ΕιρΚω 184/2004, ΔΕΕ2007, 782επ., η οποία και αντίθετη κρίση επί του θέματος

[14] Βλ. ειδικότερα, Αλίκη Κιάντου-Παμπούκη, Δίκαιο Αξιογράφων, 5η Έκδοση, Σάκκουλας 1997, σελ.337-341

[15]  Βλ. και ειδικότερα ανάλυση επί παρεμφερούς ζητήματος, Σπύρος Ψυχομάνης, Οι τραπεζικές καταθέσεις ως μηχανισμός παράνομης εκμετάλλευσης καταθετών, ΝοΒ2006, 987επ.,

[16] Βλ. συγκεκριμένα και ΕιρΑθ 1109/2006 NOMOS, κατά την οποία κρίθηκε ως νόμιμη και έγκυρη η συμφωνία για τα έξοδα του φακέλου αφού η εναγόμενη τράπεζα κατάφερε και απόδειξε ότι τα ποσά που συνομολόγησε ότι έλαβε από τον ενάγοντα αποτελούν πραγματικά διαχειριστικά έξοδα του φακέλου του δανείου, ήτοι έξοδα τεχνικής και νομικής υποστήριξης, αμοιβές τρίτων δηλαδή αμοιβή μηχανικού για τεχνικό έλεγχο ακινήτου και σύνταξης έκθεσης εκτίμησης της αξίας και αμοιβή δικηγόρου για έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας και σύνταξης έκθεσης τίτλων (έξοδα εκτίμησης αξίας ακινήτου, έλεγχος τίτλων ιδιοκτησίας, συμβάσεων δανείου, εγγραφή, εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης) καθώς και κόστος διαχείρισης του φακέλου εξέτασης της αίτησης όπως προκύπτει από και από τον πίνακα δικαιωμάτων και αμοιβή τρίτων που υπάρχει στο τέλος του δελτίου έγκρισης του δανείου. Πρόκειται για ποσά που αντιστοιχούν σε αντάλλαγμα του ενάγοντα δανειολήπτη για γνωστή σε αυτόν απόλυτα προβλέψιμη αναγκαία ενέργεια της εναγόμενης για υλοποίηση της κύριας παροχής του δανείου και η καταβολή των ποσών αυτών έγινε αφού εξηγήθηκε στον ενάγοντα ότι καλύπτει συγκεκριμένη ενέργεια και δαπάνη της εναγόμενης (εκ των προτέρων γνωστός όρος, πλήρως αντιληπτό περιεχόμενο αυτού, σαφείς οι οικονομικές και νομικές συνέπειες εκ της εφαρμογής του, τελικό ύψος επιβάρυνσης προκύπτει με απλό μαθηματικό υπολογισμό).

[17] Βλ. και παρόμοια απόφαση ΕιρΑθ 2589/2003, NOMOS, και απόρριψη αιτήματος περί ηθικής βλάβης

[18] Βλ. και ΕφΑθ 3956/2008, ΔΕΕ2009, 837επ., ομοίως ΜΠρΑθ 2772/2002, ΕΕμπΔ2002, 805 επ. Αστική κύρωση ουσιαστικά. Δεν απαγγέλλεται παρά μία μόνο φορά και για τον καθορισμό του ύψους της τα κριτήρια αναφέρονται ιδίως στην ένταση προσβολής της έννομης τάξης καθώς και στις ανάγκες της ειδικής και της γενικής πρόληψης, στο μέγεθος της εναγόμενης επιχείρησης και στον ετήσιο κύκλο των εργασιών της, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης των παραβατών δεν απαιτείται υπαιτιότητα αυτών ούτε ζημία των καταναλωτών. Βλ. επίσης ΕφΑθ 1448/1998, Αρμ1999, 97επ., ΑΠ 589/2001, ΔΕΕ2001, 1117επ., ΕφΑθ 147/2004, ΝοΒ2005, 289επ


Share  

 

This post is tagged: , , ,


Νεα


Στη στήλη Νέα μπορείτε να διαβάσετε ενδιαφέροντα νομικά νέα σχετικά με τους τομείς ενασχόλησης του γραφείου μας. Σε τακτά χρονικά διαστήματα θα σας ενημερώνουμε για τις εξελίξεις στη νομική επιστήμη, δημοσιεύοντας δικαστικές αποφάσεις και σχολιάζοντας τη νομική επικαιρότητα. Μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας για περαιτέρω πληροφορίες, αναφορικά με τα θέματα του ενδιαφέροντός σας.